Μία ιστορία φαντασίας θα πούμε σήμερα – μία φανταστική ιστορία με την αρχαία και πρώτη σημασία του επιθέτου, ως αποτέλεσμα δηλαδή της φαντασίας και της αναπαράστασης, μία εικαστική ιστορία. Ας πούμε ότι ζεις σε ένα γωνιακό οικόπεδο, σε μια περιοχή με πολλούς άλλους γείτονες γύρω σου.

Ας πούμε τώρα ότι έχεις και έναν τσαμπουκαλή γείτονα που σου φωνάζει ότι δεν μπορείς να χρησιμοποιείς την αυλή σου όπως εσύ θέλεις, επειδή δεν αναγνωρίζει το νόμιμο δικαίωμά σου, ισχυριζόμενος ότι δήθεν η μισή πρέπει να προσκυρωθεί στο διπλανό μεγάλο δικό του οικόπεδο.

Ας πούμε ακόμα ότι σου αγριοφωνάζει καθημερινά, ώστε να μην τολμάς να σκάψεις για τις ανάγκες σου ένα μέρος από το χωράφι σου, επειδή θα σε αρχίσει στις σφαλιάρες και θα το μετανιώσεις πικρά. Ας πούμε κιόλας ότι κάθε μέρα στέλνει και τα λυκόσκυλά του για να σε κατατρομάξουν.

Ας πούμε όμως ότι και τη μοναδική αδελφή σου -που βρίσκεται στο δικό της από πάππου προς πάππον οικόπεδο στην πέρα γειτονιά- την έχει βιάσει, της έχει ρημάξει ένα πολύ μεγάλο μέρος από την προίκα των γονιών σας και την έχει φορτώσει με ένα σωρό ξενόφερτους δικούς του (που τους κουβάλησε από το μεγάλο του σπίτι) για να γεννοβολούν εκεί, βάζοντάς τους να φωνάζουν ότι το σπίτι της αδελφής σου είναι και δικό τους σπίτι.

Ας πούμε ύστερα ότι δεν αφήνει τα παιδιά της αδελφής σου ούτε να σπείρουν, ούτε να φυτέψουν, ούτε να θερίσουν στον τόπο τους, αλλά στέλνει και εκεί τα μαντρόσκυλά του για να κάνουν κουμάντο με το έτσι θέλω. Και το τέλος της φανταστικής μας ιστορίας.

Εσύ τι κάνεις για να απαλλαγείς από αυτή την κατάσταση; Ας πούμε, λοιπόν ότι μια μέρα όλα αυτά τα καταπίνεις, δεν ζητάς ως πολιτισμένος τίποτα από πριν και λες «πάω στον αγριεμένο μου γείτονα για να μειωθεί η ένταση και να τα βρούμε», αφού όλα λύνονται με τον ειλικρινή διάλογο, την καλή καρδιά και τις φιλοφρονήσεις.

Τι νομίζεις, φίλε μου, ότι θα καταλάβαινε τότε ο τσαμπουκαλής της γειτονιάς σου, που θέλει με τις αγριάδες και το σεριφιλίκι να γίνει με το ζόρι συνεταίρος σου; Τι νομίζεις ότι θα σκεφτόντουσαν οι άλλοι σου λατρεμένοι γείτονες, κοντινοί και μακρινοί; Και εσύ τι νομίζεις; Ότι έτσι θα έλυνες το πρόβλημα; Είμαι σίγουρος, αγαπητοί αναγνώστες, ότι σε αυτή τη φανταστική ιστορία αναγνωρίζετε και μονοπάτια της δικής σας φαντασίας. Εάν πάλι κάποιοι απορείτε για το πόθεν, σκεφτείτε τους στίχους από τον Ερωτόκριτο:

Kι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμιν είχαν τόση,

τί ήξαζε το φτεξούσιον στον άνθρωπον, κ’ η γνώση;

(…)

Ως στρώσει το κλινάρι του, ο κάθε εις κοιμάται,

και πελελόν τον κράζουσι, τούτα όποιος τα δηγάται.

*Ο Κώστας Ν. Κωνσταντίνου είναι διευθυντής του 2ου Γενικού Λυκείου Ηρακλείου