Χρέος των διοικούντων να ανεγείρουν μνημείο για τα αθώα θύματα, Έλληνες αντιστασιακούς, Ιταλούς αντιφασίστες, Εβραίους της Κρήτης
Το τρίτο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη “Κι οι Θάλασσες σωπαίνουν” γράφτηκε για να μας φέρει στη μνήμη γεγονότα που συνέβησαν στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, γεγονότα που δεν τα χωρά ανθρώπου νους και που, δυστυχώς, ξεχάστηκαν ή και έμειναν εντελώς άγνωστα σε πολλούς, ιδιαίτερα στους νέους, διότι δεν γράφτηκαν στα σχολικά εγχειρίδια ή δεν καταγράφηκαν στις σελίδες της ιστορίας.
Η βύθιση του πλοίου Τάναϊς με 600 περίπου ανθρώπους στ’ αμπάρια του, από τους οποίους δεν διασώθηκε κανένας παρά μόνο ναύτες και Γερμανοί στρατιώτες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Μέχρι και σήμερα δεν έχει γίνει ακριβής καταγραφή των ανθρώπων που ήταν κλεισμένοι στ’ αμπάρια, ενώ ακόμη και τώρα συνεχίζουν να γίνονται ταυτοποιήσεις θυμάτων που πνίγηκαν και που θεωρούνταν αγνοούμενοι ή εξαφανισμένοι από τα χρόνια της Κατοχής. Η ευθύνη της πολιτείας είναι τεράστια, όπως και εμάς των πολιτών.
Ήλθε και πάλι ο Νίκος Ψιλάκης, με τη διορατική ματιά του, να συνθέσει ένα μυθιστόρημα βασισμένο στο γεγονός της βύθισης του πλοίου. Έψαξε σε αρχεία, μίλησε με ανθρώπους, έφερε στην επιφάνεια άγνωστα στοιχεία τα οποία ενέταξε στο μυθιστόρημά του έτσι ώστε συχνά να μην μπορεί κανείς να ξεχωρίσει ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το φανταστικό. Παράλληλα, βάζει τους μυθιστορηματικούς ήρωες να ζουν τα γεγονότα λες και οι ίδιοι ήταν πραγματικά πρόσωπα.
Ο Ψιλάκης δημιουργεί εικόνες που μόνο μεγάλοι λογοτέχνες θα μπορούσαν να φιλοτεχνήσουν, όπως η επίσκεψη του κεντρικού ήρωα στο σπίτι του που έχει βομβαρδιστεί και είναι πια ένας σωρός από πέτρες και ξύλα. Γράφει:
“Ο Ρούσσος Κομητάς και ο Κόντε Νέρο πήγαν δίπλα, στο πεσμένο σπίτι. Από κοντά κι ο Κασπάρ, τους ακολουθούσε σαν μαγνητισμένος. Ο Κόντες έδωσε σάλτο, σκαρφάλωσε στα ερείπια.
Κι εκεί που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του τον άρπαξε ο Ρούσσος από το πουκάμισο, τον τράβηξε κάτω﮲ «όχι, όχι, μην μπεις από κει, από δω να έρθεις, από το μέρος όπου βρισκόταν η πόρτα, να το σεβαστούμε το σπίτι»… Αλλά πόσο μπορούσε να αντέξει ο Κόντες με το στόμα κλειστό; «Ο επισκέπτης σου θέλει κέρασμα, Ρούσσο». Έσκαψε στα χαλάσματα, βρήκε ένα κομμάτι πορσελάνης, μάλλον από σπασμένο φλιτζάνι, το σήκωσε ψηλά κι άρχισε να πίνει.
Τι έπινε; Αέρα κοπανιστό. Άδειο ήταν. Το έδωσε στον Ρούσσο. Εκείνος το σήκωσε ψηλά, «πίνω στη μακαρία του σπιτιού μου, αιωνία η μνήμη του»… Αμέσως μετά άνοιξε τη βούργια που κρατούσε στην πλάτη κι έβγαλε τη γκάιντα, σπάνια πήγαινε κάπου χωρίς να έχει μαζί του μουσικό όργανο. Τη χάιδεψε. «Τη βλέπεις, Ρούσσο, την ασκομαντούρα; Ψοφίμι είναι και τούτο, μα έχει φωνή.
Τραγουδούν τα ψοφίμια, τα’ ακούς, μωρέ Ρούσσο; Άρχισε να παίζει έναν αργό σκοπό, παραπονιάρικο. Συνέχισε με πιο γρήγορους ρυθμούς, αγρίεψαν οι νότες, «με τούτην την προβιά θ’ αναστήσω τις πέτρες, θα το ξαναχτίσω το σπίτι» φώναζε. Πότε-πότε σταματούσε. «Βλέπεις, Ρούσσο; Χορεύουν οι πέτρες, χορεύουν, σου λέω». Και δώστου να παίζει…”.
Σ’ ένα άλλο σημείο βάζει τον ήρωά του να παρακολουθεί τη μεταφορά των φυλακισμένων από τη στοά Μακάσι και το Μαρτινέγκο έως το λιμάνι. Η περιγραφή είναι αναπαράσταση της ιστορικής πραγματικότητας.
Γράφει, λοιπόν, ο Νίκος Ψιλάκης: “Η μεταφορά τους άρχισε κατά το μεσημέρι κι αφού πρώτα μας έδιωξαν όλους από την περιοχή της Πηγάιδας. Έτρεξα κι ανέβηκα στο δώμα μιας ερειπωμένης κατοικίας, κι από κει τους είδα να κατηφορίζουν μπουλούκι προς την πόλη. Πρώτοι ξεκίνησαν οι Εβραίοι. Τους σταμάτησαν σ’ ένα μικρό πλάτεμα του δρόμου και τους ανάγκασαν να σχηματίσουν τριάδες· δεξιά κι αριστερά, μπροστά και πίσω, παρατάχτηκαν ισχυρές δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής, όλοι με προτεταμένες τις κάνες των όπλων.
Κατάλαβα πως ήταν αδύνατον να πετύχω τον στόχο μου ανεβασμένος στο δώμα και όταν πλησίαζαν προς το μέρος μου κατέβηκα τάχατες αδιάφορος, προχώρησα προς τ’ ανατολικά, στο σημείο όπου βρίσκεται η παλαιά ενετική πύλη του Ιησού, η Καινούργια Πόρτα. Κανείς δεν με ενόχλησε.
Είχα καταλάβει ότι θα τους οδηγούσαν στο λιμάνι διασχίζοντας όλη την παλαιά πόλη από τη νότια άκρη της προς τη βόρεια. Αν και θεωρώ πιθανόν να μην γνωρίζετε τους δρόμους, αναγράφω τη διαδρομή ως αυτόπτης μάρτυς: οχυρό Μαρτινέγκο – εσωτερική παράλληλη του βενετσιάνικου τείχους – οδός Αρθούρου Έβανς – πλατεία Λεόντων, παλαιά οδός Πλάνης – λιμάνι…
…
Αλλά ποιος μπορούσε να βρεθεί μπροστά σε τέτοιο θέαμα και να σιωπήσει; Κάποιοι τολμούσαν να φωνάξουν “κουράγιο”, άλλοι σήκωναν τα χέρια και χαιρετούσαν αμήχανοι. Ξεχώρισα μια μωρομάνα που κρατούσε πάνω στην κεφαλή το φασκιωμένο βρέφος της και όπου έβλεπε μια γυναίκα τής φώναζε να το πάρει, να το κάμει δικό της παιδί. Οι μάνες έχουν πάντα την ικανότητα να προαισθάνονται το κακό…
…
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά κι από την άκρη του δρόμου φάνηκε κι άλλη πομπή. Κρήτες τούτη τη φορά, στοιχημένοι και πάλι σε τριάδες. Τους ακολουθούσαν συγγενείς, όσοι είχαν καταφέρει να μάθουν για τη μεταγωγή, αλλά κι αυτοί σε απόσταση, ο γερμανικός στρατός εκτελεί ρητές εντολές και ως εκ τούτου δεν επιτρέπει συγχρωτισμούς, ούτε καν τον συγχρωτισμό σημερινών κρατουμένων με τους μελλοντικούς, όλοι μας ήμασταν όμηροι εν δυνάμει…”.
Ο συγγραφέας, με τους ήρωές του, μας μεταφέρει στην Κρήτη του 1940, παραθέτοντας αυθεντικές στιγμές της καθημερινότητας, και καταγράφοντας, παράλληλα, τη διατροφή και την κουζίνα της πείνας. Μέσω των Εβραίων ηρώων του, όπως ο Σαμπετάι και η Εσθήρ, περιγράφει τη ζωή της εβραϊκής κοινότητας, με τις τελετουργίες και τις συνήθειές τους.
Αναφέρει στιγμές κατά τις οποίες οι Κρητικοί με κίνδυνο της ζωής τους προσπάθησαν να σώσουν Εβραίους συμπολίτες τους. Ο κρητικός λαός πάντα συμβίωνε με άλλους λαούς και σεβόταν τον πολιτισμό τους. Σε πολλές ιστορικές περιόδους η κοινωνία του νησιού ήταν πολυπολιτισμική.
Άλλοτε πάλι ο συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια ήθη και έθιμα, ασχολίες, αλλά και τον ρόλο της Εκκλησίας, ιδιαίτερα του φωτισμένου Αρχιμανδρίτη Ευγένιου Ψαλιδάκη, κατοπινού Αρχιεπισκόπου Κρήτης.
Εξέχουσα θέση στο βιβλίο έχει ο έρωτας του Ιταλού αυτόμολου στρατιώτη Πασκουάλε με μια κρητικιά νέα, ένας έρωτας που ξεπερνά εθνικές καταγωγές και προκαταλήψεις.
Οι αναφορές του είναι ποιητικές. Άλλωστε, οποιαδήποτε αναφορά στον έρωτα μόνο με ποίηση, έμμετρη ή πεζή, μπορεί να αποδοθεί, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο έρωτας εκδηλώνεται σε περίοδο ξένης κατοχής, τότε που κυριαρχεί η δυστυχία, η πείνα και η εξαθλίωση, κι εκείνος βρίσκει έδαφος να ριζώσει. Για να τον αποδώσει ο συγγραφέας πλάθει τις ωραιότερες εικόνες δημιουργώντας σελίδες γεμάτες ποίηση.
Ο Νίκος Ψιλάκης έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα υψηλής λογοτεχνικής αξίας, αλλά συγχρόνως ένα βιβλίο μεγάλης ιστορικής αξίας, που αποτελεί φόρο τιμής για όλους αυτούς που πνίγηκαν χωρίς να τους αποδοθούν ποτέ οι πρέπουσες τιμές. Ακόμα και πολλά από τα ονόματα που έχουν καταγραφεί σήμερα στη στοά Μακάσι είναι λάθος γραμμένα.
Οι Ιταλοί δεν αναφέρονται καθόλου. Χρέος και των διοικούντων αυτής της πόλης να ανεγείρουν ένα μνημείο για όλους αυτούς που χάθηκαν, Κρήτες αντιστασιακούς, Εβραίους της Κρήτης, Ιταλούς αντιφασίστες (ανάμεσά τους ήταν και 120 παιδιά, αλλά κανείς δεν έχει αναφέρει τα ονόματά τους).
Φίλε Νίκο, συγχαρητήρια για το βιβλίο σου και για ό,τι έχεις προσφέρει στον τόπο και αναμένουμε το επόμενο βιβλίο σου.
* O κ. Πυργιανάκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός