Κάθε βράδυ γίνεται ένα κουβάρι, αγκαλιάζει το μαξιλάρι του και κλείνεται στον εαυτό του. Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα περιστατικά κακοποίησης από γονέα σε παιδί, η κρίση έχει δυστυχώς συμβάλει σε αυτό.
Οι εκπαιδευτικοί αποτελούν πολλές φορές ένα αποκούμπι και ένας από τους ρόλους τους είναι να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά για να ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές όταν διαπιστώνουν πως κάτι διαταράσσει την οικογενειακή γαλήνη στα σπίτια των μαθητών τους.
Ο περιφερειακός διευθυντής Εκπαίδευσης Κρήτης, κ. Γιώργος Τερζάκης, αναφέρει στην «Π» πως όταν ένας εκπαιδευτικός διαπιστώνει αλλαγή στη συμπεριφορά ενός παιδιού, ενημερώνει τη διεύθυνση του σχολείου που καλεί τους γονείς για συζήτηση. Υπάρχει επαφή με την Εισαγγελία, ενώ τα σχολεία επισκέπτονται συχνά ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί.
Ο διευθυντής της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ηρακλείου, κ. Νίκος Γιγουρτάκης, αναφέρει πως τα περισσότερα κρούσματα συναντώνται σε μαθητές γυμνασίου, μία, δηλαδή, μεταβατική ηλικία. Παρατηρεί πως η κρίση έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται τα περιστατικά κακοποίησης των παιδιών από τους γονείς τους, ενώ υπάρχουν και μαθητές που παραμελούνται από τον πατέρα και τη μητέρα τους, με οδυνηρές, κάποιες φορές, συνέπειες.
«Η κακοποίηση μπορεί να είναι και συναισθηματική και μάλιστα εδώ τα σημάδια δεν είναι εμφανή στο σώμα του παιδιού, είναι όμως αποτυπωμένα βαθιά στην παιδική ψυχή» αναφέρει η ψυχολόγος, κοινωνιολόγος, υπεύθυνη στο Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων Ν. Ηρακλείου, κ. Μαρία Παναγιωτάκη.
«Στο σχολείο μπορούν να προβλεφθούν δύσκολες καταστάσεις. Έχουμε τη δυνατότητα να προλάβουμε παραβατικές συμπεριφορές και να αναγνωρίσουμε ενδείξεις κακοποιημένων παιδιών. Ευτυχώς, υπάρχουν περιστατικά που φτάνουν στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης χάρη στις σωστές ενέργειες ορισμένων φωτισμένων Δασκάλων – με «Δ» κεφαλαίο. Υπάρχουν λοιπόν εκπαιδευτικοί που αγωνιούν και ρωτούν και ζητούν στήριξη» αναφέρει.
Σημειώνεται πως σε συνεργασία με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης κ.Θεμελή έχουν γίνει σχετικά σεμινάρια για εκπαιδευτικούς, με σκοπό την ευαισθητοποίησή τους στον εντοπισμό περιστατικών κακοποίησης και κυρίως την απόκτηση γνώσης για τον ορθό χειρισμό της αποκάλυψης του «τοξικού» μυστικού.
«Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς λοιπόν που ζητούν τη βοήθεια του Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Ν. Ηρακλείου θέλουν να ενημερωθούν υπεύθυνα και επιστημονικά σε ζητήματα παιδικής κακοποίησης, προκειμένου να ανταποκριθούν επαρκώς στον ρόλο τους. Οι μαθητές, όπως αναφέραμε προηγουμένως, θέλουν ψυχολογική υποστήριξη αντιμετωπίζοντας δύσκολα συναισθήματα και σχέσεις με ανθρώπους ενδεχομένως κακοποιητικές» αναφέρει.
Τα επικίνδυνα σημάδια
Η κ. Παναγιωτάκη τονίζει πως τα παιδιά στέλνουν τα μηνύματά τους. «Όχι απαραίτητα λεκτικά αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν αλλαγές στη συμπεριφορά τους, αρκεί να είμαστε εκεί με ανοιχτά αυτιά και καρδιά» εξηγεί.
Ένας ευαισθητοποιημένος εκπαιδευτικός, με ενσυναίσθηση και αίσθημα ευθύνης του ρόλου και του λειτουργήματός του, πιθανόν να διαπιστώσει ασυνήθιστη επιθετική συμπεριφορά σε κάποιον/α μαθητή/τρια. Οι εκρήξεις θυμού και η ευερεθιστότητα, η απότομη πτώση στη σχολική επίδοση καθώς και συμπεριφορές που δηλώνουν παλινδρόμηση σε προγενέστερα στάδια ανάπτυξης (π.χ. ενούρηση ή πιπίλισμα δαχτύλου) θα μπορούσαν επίσης να ανησυχήσουν έναν κινητοποιημένο εκπαιδευτικό.
Ως πιθανά «καμπανάκια κινδύνου» θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τις συχνές απουσίες από το σχολείο ή τη μακροχρόνια παραμονή στο σχολείο με τη θέληση του παιδιού μετά τη λήξη των μαθημάτων, συμπεριφορά που ενδεχομένως δηλώνει φόβο ή δισταγμό επιστροφής στο σπίτι.
Ένα παιδί που εγκαταλείπει δραστηριότητες που παλαιότερα του προσέφεραν ικανοποίηση και ενίσχυαν την κοινωνικότητά του, που παρουσιάζει ενδείξεις χαμηλής αυτοεκτίμησης, που συμμορφώνεται με φόβο σε εντολές, που έχει τάσεις αυτοκαταστροφής ή που αποφεύγει οποιοδήποτε άγγιγμα, θα μπορούσε να προβληματίσει έναν εκπαιδευτικό που έχει μάθει να «αφουγκράζεται» τους μαθητές του.
Από την άλλη πλευρά, η αδιαφορία και η απουσία ενσυναίσθησης από τη μεριά του γονέα, η αποφυγή επικοινωνίας με το σχολείο όπως και η απορριπτική, απαξιωτική στάση του προς το παιδί, η άρνησή του να δεχθεί υποστήριξη για το παιδί του, προκαλεί ποικιλία ερωτημάτων.
«Δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε ενδείξεις σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης όπως ανεξήγητους μώλωπες, μελανιές, κοψίματα, αμυχές, αιματώματα, σχισμένα, λερωμένα ή ματωμένα ρούχα καθώς επίσης δυσκολίες στο περπάτημα, διαταραχές όρεξης κλπ. Έντονα συναισθήματα ντροπής και ενοχής, ξαφνικές αντιδράσεις φόβου, δυσπιστία και ανασφάλεια, ασυνήθιστη –για την ηλικία του παιδιού- σεξουαλική γνώση και ανάλογη συμπεριφορά (εδώ αναφέρομαι σε κριτήρια αναγνώρισης σεξουαλικής κακοποίησης), παραμέληση του εαυτού, καταθλιπτικά συμπτώματα, ακόμα και παραβατικότητα.
Μπορείτε βέβαια εύκολα να αντιληφθείτε ότι η ανίχνευση της συναισθηματικής κακοποίησης είναι ιδιαίτερα δύσκολη συγκριτικά με άλλες μορφές. Εδώ έχουμε να προσθέσουμε τη καθυστέρηση στην ανάπτυξη του παιδιού, τη δυσκολία δημιουργίας διαπροσωπικών σχέσεων, την αδυναμία έκφρασης συναισθήματος, το υψηλό επίπεδο άγχους, το φόβο αποτυχίας και διαταραχές στο λόγο και στην συγκέντρωση. Παρόμοια είναι και τα κριτήρια αναγνώρισης της παραμέλησης όπου θα πρόσθετα τα σημάδια έντονης κόπωσης του παιδιού και την έντονη παθητικότητα ή επιθετικότητα» σημειώνει η κ. Παναγιωτάκη.
Σημειώνεται πως το άρθρο 23 του νόμου 3500 του 2006 ορίζει ότι «Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή».
Επομένως, ο εκπαιδευτικός οφείλει ν΄ ακολουθήσει τη νομοθεσία. Εάν δε, μιλήσει στον ίδιο ο μαθητής, ο εκπαιδευτικός οφείλει να πιστέψει το παιδί και να μην αμφισβητήσει τα λεγόμενά του. Η διερεύνηση της αλήθειας ή μη, καθώς και των ισχυρισμών του μαθητή είναι αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης.
Η κ. Παναγιωτάκη αναφέρει πως τα περιστατικά κατά κύριο λόγο βρίσκονται στο σκοτάδι. Η ενδοοικογενειακή βία εντάσσεται στην αφανή εγκληματικότητα. «Βάλτε στον νου σας ένα παγόβουνο και σκεφτείτε ότι βλέπουμε μόνο την κορυφή του. Κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας βρίσκεται ένας τεράστιος όγκος. Στο απόλυτο σκοτάδι. Τα περιστατικά που αποκαλύπτονται είναι εκείνα που παίρνουν τον δρόμο της Δικαιοσύνης» αναφέρει.
Τι πρέπει να κάνει ο εκπαιδευτικός
«Αρκετά περιστατικά καταγγέλθηκαν χάρη στις σωστές ενέργειες και την ευσυνειδησία ενός εκπαιδευτικού. Κι είναι παρήγορο και ενθαρρυντικό αυτό. Αν βρεθεί ένας εκπαιδευτικός στο δίλημμα και χρειαστεί να «ζυγίσει» τα πράγματα, εύχομαι κι ελπίζω οι αξίες και η ηθική του να τον οδηγήσουν σε ενέργειες υπέρ της προστασίας και της ασφάλειας του παιδιού.
Θα έλεγα λοιπόν στους εκπαιδευτικούς να εφαρμόζουν φυσικά τον νόμο. Να προτάσσουν τον παιδαγωγικό τους ρόλο και να ακούν με την καρδιά τους τα παιδιά. Ιδίως όταν τους πλησιάζουν με συστολή και δισταγμό λέγοντας «κύριε/ κυρία, να σας πω κάτι;». Τα κακοποιημένα παιδιά υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αποκαλύψουν τι τους συμβαίνει/συνέβη σε εκπαιδευτικό. Πιθανοί κακοί χειρισμοί του εκπαιδευτικού κατά την προσπάθεια αποκάλυψης ενός παιδιού μπορεί να πληγώσουν, να αποθαρρύνουν και κυρίως να αποκλείσουν οποιαδήποτε προσπάθεια αποκάλυψης στο μέλλον.
Αν λοιπόν βρεθούν σε τέτοια θέση, να μην αμφισβητήσουν τις δηλώσεις του παιδιού, να παραμείνουν ψύχραιμοι, να αποφύγουν τις έντονες εκφράσεις και τους χαρακτηρισμούς προς τον δράστη, να δώσουν χρόνο στο παιδί σε ασφαλή χώρο, να σεβαστούν τα συναισθήματά του, να μην ζητήσουν λεπτομέρειες και αποδείξεις, να μην ρωτήσουν το παιδί γιατί δεν μίλησε νωρίτερα. Επιπλέον, να μη δώσουν υποσχέσεις που δεν πρόκειται να τηρήσουν και να υπογραμμίσουν καθησυχάζοντας τους φόβους του παιδιού ότι δεν ευθύνεται το ίδιο γι αυτήν την κακοποίηση» σημειώνει.