Το νερό της Γης, επιφανειακό και υπόγειο, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και αλλαγή, από την υγρή στην αέρια ή στη στερεά μορφή και αντίστροφα. Αυτό περιγράφεται με τον κύκλο του νερού ή αλλιώς τον υδρολογικό κύκλο, που λειτουργεί για δισεκατοµµύρια χρόνια και η ύπαρξη ζωής στη Γη εξαρτάται απ’ αυτόν.
Στην Κλασική περίοδο, οι ΄Ιωνες φιλόσοφοι αναγνώρισαν ότι το γλυκό νερό στον πλανήτη ανακυκλώνεται και επαναχρησιμοποιείται. Μελέτες τους, και ιδιαίτερα αυτές του Αναξίμανδρου (περ. 610-547 π.Χ.) για τα μετεωρολογικά φαινόμενα, τους επέτρεψαν να αναδείξουν τις υδρολογικές διαδικασίες και την πεμπτουσία της ανακύκλωσης του νερού. Ο Αναξίμανδρος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: οι βροχές δημιουργούνται από την εξάτμιση (ατμό) που μεταφέρεται από τη γη προς τον ήλιο (Ιππόλυτος, Αναφ. 16, 1-7-D.559 W.10).
Αργότερα, ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) κατανόησε την αλλαγή της υδατικής φάσης και την ανταλλαγή ενέργειας που απαιτείται, αναφέροντας: … ἔτι δ’ ἡ ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἀναγωγὴ τοῦ ὑγροῦ. ὁμοία τοῖς θερμαινομένοις ἐστὶν ὕδασιν ὑπὸ πυρός. Δηλαδή: ο ήλιος προκαλεί την αύξηση της υγρασίας.
Αυτό είναι παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει όταν θερμαίνεται το νερό με φωτιά (Meteorologica, II.2, 355a 15). Αναγνώρισε επίσης τη διατήρηση της μάζας των υδατικών σωμάτων, αναφέροντας ότι: ὥστε οὐδέποτε ξηρανεῖται· πάλιν γὰρ ἐκεῖνο φθήσεται καταβὰν εἰς τὴν αὐτὴν τὸ προανελθόν.
Δηλαδή: Έτσι, [η θάλασσα] δεν θα αποξηρανθεί ποτέ, γιατί [το νερό] που έχει ανέβει εκ των προτέρων θα επιστρέψει σε αυτήν (Meteorologica II.3, 356b 26). Αναφέρει ακόμη ότι: κἂν μὴ κατ’ ἐνιαυτὸν ἀποδιδῷ καὶ καθ’ ἑκάστην ὁμοίως χώραν, ἀλλ’ ἔν γέ τισιν τεταγμένοις χρόνοις ἀποδίδωσι πᾶν τὸ ληφθέν. Δηλαδή: Ακόμη και αν δεν επιστρέφει η ίδια ποσότητα κάθε χρόνο ή σε ένα δεδομένο τόπο, ωστόσο σε μια ορισμένη χρονική περίοδο επιστρέφει όλη η ποσότητα, που έχει αφαιρεθεί. (Meteorologica II.2, 355a 26).
Τέλος, ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει τις βασικές αρχές της αφαλάτωσης, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι: ὅτι δὲ γίγνεται ἀτμίζουσα πότιμος καὶ οὐκ εἰς θάλατταν συγκρίνεται τὸ ἀτμίζον, ὅταν συνιστῆται πάλιν, πεπειραμένοι λέγωμεν. Δηλαδή: το θαλασσινό νερό όταν εξατμίζεται μετατρέπεται σε ατμό, γίνεται πόσιμο [γλυκό νερό] και ο ατμός όταν συμπυκνώνεται ξανά δεν ξαναγίνεται θαλασσινό νερό. Αυτό αναφέρει το ξέρω από σχετικό πειραματισμό (Meteorologica II.3, 358b).
Παρά την μακραίωνη ιστορία μας και τα επιτεύγματα της σύγχρονης έρευνας και τεχνολογίας, που επιτρέπουν τη διατήρηση και ποιοτική αναβάθμιση των υφιστάμενων υδατικών μας πόρων και φυσικά την ορθολογική διαχείρισή τους, η μέχρι σήμερα πρόοδος υπολείπεται σημαντικά αυτής άλλων χωρών.
Η μεταφορά νερού από άλλες περιοχές συνήθως παρουσιάζει μεγάλη μεταβλητότητα διαχρονικά, εμπεριέχει έκθεση σε φυσικές καταστροφές, είναι ενεργοβόρα, μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις στις περιοχές απόληψής τους και γενικά σήμερα θεωρείται υψηλού κόστους. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τους υπόγειους πόρους. Η χρήση τους θεωρείται ως μια ενεργοβόρα διεργασία, εξαιτίας του συνεχώς αυξανόμενου βάθους άντλησής τους και μπορεί να προκαλέσει μη αντιστρέψιμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσαν να δρομολογηθούν άμεσα οι παρακάτω δράσεις ή/και έργα, που είναι χαμηλού σχετικά κόστους, άλλα με τεράστια οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες:
- Είναι πλέον πασιφανές και πέραν κάθε αμφισβήτησης ότι οι απώλειες νερού στα δίκτυα ύδρευσης και γενικά το “μη τιμολογήσιμο” νερό, αποτελεί ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα σε πολλές ΔΕΥΑ της χώρας και φυσικά στις ΔΕΥΑ της Κρήτης. Η σοβαρότητα του θέματος, σε συνδυασμό με τα τελευταία ξηρικά χρόνια, έχει γίνει κατανοητή κυρίως από “τους λαμβάνοντας τις αποφάσεις” με αποτέλεσμα να αρχίσει να δίδεται η δέουσα σημασία και σπουδαιότητα. Όμως, τα λαμβανόμενα μέτρα πρέπει να είναι πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά. Γι’ αυτό και εξαιτίας των τεραστίων χρηματικών ποσών, που απαιτούνται, πιθανόν θα μπορούσε να εξετασθεί η επιτάχυνση των σχετικών έργων, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, με προϋπόθεση διασφάλισης υψηλής ποιότητας έργων.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε να εξετασθεί η ανάθεση έργων σε ιδιώτες εργολάβους για τη μείωση του μη τιμολογήσιμου νερού σε επίπεδα συμβατά με τα διεθνή δεδομένα, με διαφανείς, υγιείς και απόλυτα ελεγχόμενες διαδικασίες και πιθανή αμοιβή των αναδόχων με ποσοστό επί της αύξησης της αξίας του τιμολογήσιμου νερού, που θα επιτυγχάνεται κατά περίπτωση. Διαφορετικά, είναι αυτονόητο ότι όποιο καινούριο έργο και αν γίνει για την εξασφάλιση νέων πόρων (π.x. γεωτρήσεις ή μανάδες αφαλατώσεις), θα έχει απόδοση “από χέρι” μειωμένη κατά 50% περίπου (που είναι το μέσο ποσοστό του μη τιμολογήσιμου νερού).
- Επαναχρησιμοποίηση νερού. Στην Ελλάδα, παρότι η δυναμικότητα επαναχρησιμοποίησης του νερού, ιδιαίτερα σε ξηρές περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, είναι πολύ υψηλή, αυτή κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σε επίπεδο χώρας, πάνω από το 80% του πληθυσμού εξυπηρετείται σήμερα από Μονάδες Επεξεργασίας Αστικών Υγρών Αποβλήτων (ΜΕΥΑ), που παράγουν συνολικά 750 εκατ. m3/έτος εκροές δευτεροβάθμιας επεξεργασίας. Αυτό εκτιμάται ότι ισοδυναμεί με το 10% περίπου του χρησιμοποιούμενου αρδευτικού νερού σε ολόκληρη τη χώρα ετησίως. Στην Κρήτη παράγονται 56 εκατ. m3/έτος εκροές δευτεροβάθμιας επεξεργασίας, που αντιστοιχούν στο 16% περίπου του χρησιμοποιούμενου αρδευτικού νερού. Αντίθετα, υπολογίζεται ότι από τα 750 εκατ. m3/έτος στη χώρα και τα 56 εκατ. m3/έτος στην Κρήτη, επαναχρησιμοποιείται μόνο το 4% και το 8%, αντίστοιχα, συμπεριλαμβανόμενου και αυτού, που επαναχρησιμοποιείται έμμεσα. Αυτό σε κάποιο βαθμό οφείλεται στα ισχύοντα κριτήρια επαναχρησιμοποίησης για άρδευση στην Ελλάδα από το 2011 (ΚΥΑ 145116, 2011), που θεωρούνται πολύ αυστηρά καθώς και στην ελλιπή ενημέρωση τόσο των χρηστών, όσο και αυτών που διαχειρίζονται τα σχετικά έργα. Επίσης, το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη διαχείριση του αρδευτικού νερού, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και αυτού που επαναχρησιμοποιείται, θα πρέπει άμεσα να εκσυγχρονιστεί στην κατεύθυνση της ενιαίας διαχείρισής του με το οικιακό νερό.
Αντίθετα, σε χώρες του αναπτυγμένου κόσμου, όπως στις ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Ισπανία, Αυστραλία, Κύπρο και Ισραήλ επαναχρησιμοποιείται ετησίως από 25 έως και 90% των επεξεργασμένων αστικών υγρών αποβλήτων. Οι σχετικές νομοθεσίες και τα κριτήρια επαναχρησιμοποίησης νερού σε αυτές τις χώρες θεωρούνται ρεαλιστικά και πρακτικά εφαρμόσιμα.
Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Ισραήλ, η Σιγκαπούρη και η Αυστραλία. Ιδιαίτερα στην Σιγκαπούρη και Αυστραλία, με την επαναχρησιμοποίηση νερού ακόμη και για οικιακή χρήση, έχει αντιμετωπισθεί επιτυχώς το υδρευτικό πρόβλημα πολλών αστικών περιοχών τους, όπως το Perth στην Δυτική Αυστραλία, η νοτιοανατολική περιοχή της Queensland (συμπεριλαμβανομένης και της πόλης Brisbane) και το Sydney. Για αυτό το λόγο έχουν θεσπισθεί οδηγίες από το 2011 ακόμη και για οικιακή κατανάλωση. Τα τελευταία σχετικά Νέα είναι:
(α) Το Συμβούλιο Ελέγχου Υδατικών Πόρων της Καλιφόρνια δημοσίευσε τον Απρίλιο του 2018 το Προτεινόμενο Πλαίσιο για τη θεσμοθέτηση της επαναχρησιμοποίησης νερού για πόσιμη χρήση στην Καλιφόρνια.
(β) Στην πολιτεία της Αριζόνας η Εταιρεία Υδατικών Πόρων και το Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας Νερού (NWRI) δημοσίευσαν το πλαίσιο για επαναχρησιμοποίηση νερού για πόσιμη χρήση.
(γ) Τέλος, τον επόμενο μήνα επίκειται η δημοσιοποίηση της Οδηγίας της ΕΕ για επαναχρησιμοποίηση νερού για άρδευση και εμπλουτισμό υπόγειων υδροφορέων με την οποία ευελπιστείται ότι θα βελτιωθεί η υφιστάμενη κατάσταση στην ΕΕ και φυσικά στην Ελλάδα.
- Χρησιμοποίηση υφάλμυρων νερών. Στην Ελλάδα και κυρίως στις νησιωτικές περιοχές, αρκετά δισεκ. m3/έτος υφάλμυρου νερού απορρέουν στη θάλασσα. Μόνο στην Κρήτη εκτιμάται ότι αυτή η ποσότητα υπερβαίνει τα 1000 εκατ. m3/έτος. Με την συνεχώς βελτιούμενη τεχνολογία αφαλάτωσης και κυρίως τη συνεχώς μειούμενη ενέργεια ανά μονάδα παραγόμενου αφαλατωμένου νερού, το κόστος της αφαλάτωσης θα εξακολουθήσει να μειώνεται σημαντικά τα επόμενα έτη, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις υφάλμυρων νερών. Επίσης θα πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα ανάμιξής τους με εκροές αστικών υγρών αποβλήτων ή άλλων νερών προκειμένου να μειωθεί η συγκέντρωση των TDS σε επιτρεπτά για αρδευτικά νερά όρια. Τέλος, η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επιφέρει επί πλέον μείωση του κόστους παραγωγής αφαλατωμένου νερού. Γι’ αυτό, η ανάπτυξη πράσινων μονάδων αφαλάτωσης είναι ήδη μια εφαρμόσιμη τεχνολογία στην Καλιφόρνια, στο Ισραήλ και άλλες χώρες.