κόντρα Πανεπιστημίου Κρήτης- ΙΤΕ

Η χώρα μας και η Κρήτη έχουν τη δυνατότητα να πρωτοπορήσουν σε έναν τομέα, ακόρεστο επιστημονικά, μέσω του Εθνικού Δικτύου Εξατομικευμένης Ιατρικής για Πρόληψη και Θεραπεία του Καρκίνου.

Το παραπάνω τονίζει στην «Π» ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Τεχνολογίας κ. Κώστας Φωτάκης, με αφορμή τις αντιδράσεις που προκάλεσε η εξαγγελία του συγκεκριμένου εγχειρήματος στους κόλπους του Πανεπιστημίου Κρήτης και ιδιαίτερα στο Τμήμα Ιατρικής.

«Είναι ένα εγχείρημα το οποίο είναι σε εκκόλαψη, από πλευράς του Υπουργείου η Κρήτη θέλουμε να μετέχει. Αφορά ένα τομέα ακόμα ακόρεστο επιστημονικά διεθνώς, όπου θα υπάρχει έγκαιρη παρουσία της χώρας μας», τονίζει ο κ. Φωτάκης.

Σημειώνει ότι «κανείς δεν αποκλείεται», προσθέτοντας πως συμμετέχουν πολλοί καθηγητές  της Ιατρικής Σχολής. Εξάλλου ο ίδιος ο πρόεδρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας κ. Νεκτάριος Ταβερναράκης, που συντονίζει το δίκτυο, είναι καθηγητής στο συγκεκριμένο τμήμα.

Αναφέρει πως πρόκειται για τη μοναδική σχολή στη χώρα που αντιδρά σε αυτή την προσπάθεια, παρόλο που έχει προσκληθεί να μετέχει ακριβώς επειδή έχει καλό δυναμικό.

«Η προσπάθεια βασίζεται στις δυνάμεις  που διαθέτει η Κρήτη, η οποία πρωτοστατεί με το εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό της στον τομέα της Ιατρικής του μέλλοντος»  τονίζει.

Όσον αφορά τη Μονάδα Ιατρικής Ακριβείας που θα λειτουργήσει στο ΙΤΕ, και θα είναι μία από τις τέσσερις ΜΙΑ που θα στηθούν στη χώρα, σημειώνει ότι πρόκειται για μία ερευνητική δουλειά που στη συνέχεια  τα αποτελέσματά της θα μεταφραστούν σε κλινικές εφαρμογές από γιατρούς.

«Ελπίζουμε όταν ωριμάσει να είναι διαθέσιμο στην κοινωνία  με όρους προσβάσιμους στον καθένα, από άποψη κόστους» αναφέρει.

Οι ενστάσεις

ο πρύτανης του Ιδρύματος, κ. Οδυσσέας Ζώρας
«Η εξατομικευμένη ιατρική, τόσο η θεραπευτική όσο η προληπτική είναι εξαιρετικά σοβαρό θέμα για να λέμε «ξεκινάμε»  σημειώνει, από την πλευρά του, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Οδυσσέας Ζώρας.

«Θεωρώ ότι η ιατρική διάγνωση έχει να κάνει με την Ιατρική Σχολή, το ΙΤΕ είναι ένα εξαιρετικό ίδρυμα από πλευράς έρευνας, δουλεύει σε οργανισμούς –  μοντέλα, μύγες, ποντίκια, σκουλήκια, κάνει εξαιρετική έρευνα πάνω σε αυτά, αλλά η ιατρική διάγνωση είναι ένα δεύτερο επίπεδο, το οποίο νομίζω ότι δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία για να μπορέσουν να την εφαρμόσουν» αναφέρει ο καθηγητής Ιατρικής  κ. Hλίας Kαστανάς.

Όπως εξηγεί, για να μπει μία εξέταση στην ιατρική διάγνωση, περνάει από πάρα πολλούς ελέγχους και τα προϊόντα, τα οποία υπάρχουν στο ΠΑΓΝΗ ή σε οποιοδήποτε άλλο νοσοκομείο στον κόσμο έχουν μία ειδική σήμανση, η οποία λέει ότι είναι κατάλληλα για ιατρική διάγνωση.

ο κ. Καστανάς
ο κ. Καστανάς

«Αυτά το ΙΤΕ δεν τα ξέρει και μάλλον και ο κ. Φωτάκης δεν  τα ξέρει από τη στιγμή που ανακοινώνει τέτοιου είδους πράγματα»  λέει με νόημα ο κ. Καστανάς και προσθέτει πως «αν πρόκειται για έρευνα αυτό που θέλει να κάνει το ΙΤΕ, πάρα πολύ καλά, η έρευνα είναι ελεύθερη και μπορεί να γίνει οπουδήποτε στον κόσμο, από την Ουγκάντα μέχρι τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας και βέβαια είναι δικαίωμά τους να κάνουν έρευνα, μολονότι και εδώ υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα, το οποίο αγγίζει θέματα ηθικής και δεοντολογίας».

Εξηγεί ότι για να γίνει οποιαδήποτε γενετική, χρωμοσωμική ανάλυση σε έναν άνθρωπο πρέπει να υπάρχουν ειδικές προϋποθέσεις, εγκρίσεις και τα δεδομένα πρέπει να είναι ιδιαίτερα εμπιστευτικά.

«Δεν ξέρω πώς ο κ. Φωτάκης ανακοίνωσε αυτά τα τέσσερα κέντρα εκτός Ιατρικών σχολών, εκτός νοσοκομείων, χωρίς να υπάρχει καμία ενημέρωση ή διαβούλευση»  αναφέρει.

Ο κ. Καστανάς υποστηρίζει πως «το ΙΤΕ είναι υπέροχο για την έρευνα αλλά από πλευράς διαγνώσεων δε νομίζω ότι έχουν ούτε την εμπειρία  ούτε την τεχνογνωσία, είτε αφορά τη μοριακή διαγνωστική είτε αφορά τις απεικονιστικές εξετάσεις, δεν υπάρχουν διαπιστεύσεις… Γίνονται ελαφρώς στον αέρα γιατί είναι “πιασάρικα” όπως τα παρουσιάζουν οι δημοσιογράφοι».

Όπως αναφέρει, είχε γίνει παλιότερα πρόταση από τον τότε πρόεδρο του Τμήματος Ιατρικής, Δημήτρη Εμμανουήλ, για τη δημιουργία Ινστιτούτου Ιατρικής στο ΙΤΕ και το Ίδρυμα την απέρριψε. «Είναι, επομένως, δύο ρόλοι εντελώς διακριτοί, ο ρόλος της διαγνωστικής και ο ρόλος της έρευνας»  καταλήγει.