Έτρεχα να προλάβω να μπω στην ουρά… Εγώ με το ποδήλατο κι όλοι τους με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια τους φορτωμένα, άλλοι με καρότσες, με αραμπάδες και άλλοι πεζοπόροι, όλοι όμως ολοσκόνιστοι. Τους προσπέρασα κι έφτασα από τους πρώτους στο λοξό μεγάλο κατήφορο.
Ένα δεντρό, μια ιτιά που της χαμήλωνε το πρωινό αεράκι τα κλαδιά της με καλημέρισε κι έγινε φύλακας του ποδηλάτου μου για να περάσω το παράξενο εκείνο μισοσκότεινο καλντερίμι των 60 μέτρων. Περίεργο το θέαμα. Είχε και κάτι γούρνες τεράστιες και ανθρώπους νέους και γέρους που ’χαν χαρακιές στα πρόσωπά τους και παραμορφώσεις ακόμα και στα χέρια. Ελεημοσύνη ζητούσαν κι άλλοι ικέτευαν να μπουν κι εκείνοι στη σειρά.
Όλοι, όλοι τους απέφευγαν μην και τους ακουμπούσαν. Ντράπηκα, χαμήλωσα το κεφάλι και προχώρησα… Το Λοιμοκαθαρτήριο ήταν πιο κάτω, η Μεσκηνιά, η συνοικία του Μαρουλά, η γειτονιά των λεπρών… Τούτο το πρωινό όλα τα καλά είχαν φτάσει πάλι στο Μεγαλόκαστρο. Χορταρικά, πατάτες λασηθιώτικες, πορτοκάλια, λογής λογής σαλατικά και καμπόσα μικρά αρνιά.
Όλοι περίμεναν να ανοίξει η μεγάλη Καστρόπορτα και ετοίμαζαν το φόρο, λίγους παράδες για τους φορατζήδες που έστεκαν μέσα από την πόρτα για να εισπράξουν το «εμίρι» τους. Σε μια στιγμή ακούστηκε το μάνταλο, η σιδεριά και ένα δυνατό σύρσιμο της βαριάς Πόρτας και σαν αλλοπαρμένοι όλοι, σχεδόν ποδοπατώντας τους πρώτους πρώτους έτρεξαν να μπουν στο μισοσκότεινο καλντερίμι….
Οι νιζάμηδες κι οι φορατζήδες βλαστημούσαν, φώναζαν, ούρλιαζαν ήταν το πιο σωστό, κρατώντας μαστίγια κτυπούσαν τα ζώα, απόδιωχναν τους άρρωστους, να βάλουν τάξη ήθελαν αλλά με λάθος τρόπο. Όλοι θα πληρώναμε. Έβαλα τα χέρια στις τσέπες ψάχνοντας για λίγα άσπρα ή κανέναν παρά, μα ένας χωρικός μου ‘πε πως αφού δεν είχα φορτίο μαζί μου δεν θα μου ζητούσαν κανένα νόμισμα. Αναθάρρησα και προχώρησα να βγω στην πλατεία των Τριών Καμαρών.
Δεν είχα μαζί μου κανένα «μπούσουλα», όπως λεγόταν το απόκομμα του πληρωμένου φόρου και τότε ένας Τούρκος Νιζάμης μου βαλε τις φωνές. Ένα χέρι με τράβηξε, μου δώσε μια σπρωξιά και βρέθηκα λίγα βήματα πριν την έξοδο παγώνοντας σχεδόν από το φόβο μου. Αν και σκοτάδι από ένα μικρό καντηλάκι που άναβε κατάλαβα πως εκεί ακριβώς ήταν ο Τάφος του Τούρκου Αγίου, ο «εβλιάς».
Μια τρύπα, ένα μέτρο περίπου, ενάμιση το ύψος και βάθος που δεν μπορούσα ακριβώς να υπολογίσω. Ακοίμητος φρουρός το καντήλι που άναβε κι έτσι με το λιγοστό του φως κατάφερα να δω ένα σωρό μικρά πολύχρωμα κουρελάκια που τα χαν κάμει προσφορά οι Τουρκάλες τις προηγούμενες μέρες σαν περνούσαν κι αυτές την σκοτεινή σήραγγα για να πάνε στην αμμουδιά της Τρυπητής. Έτσι έδιναν μνήμη και σέβας στον μεγάλο Νεκρό, τον Προστάτη της Πόρτας.
Του Λαζαρέτου τη λέγανε, Πύλη μεγάλη, ιστορία ατέλειωτη κι όμως μια νύχτα ήταν αρκετή για να χαλάσει ολότελα. Κι εκεί που τα έβλεπα όλα τούτα ακούστηκε η δυνατή φωνή του Χότζα. Σέρνονταν στα γόνατα να μπει στην Τρύπα, να πει τις Προσευχές πάνω στο ταμπούτι του Αγίου. Είδα ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του σαν πέρασε σχεδόν ξυστά από δίπλα μου κι ακλουθώντας το βλέμμα του κατάλαβα. Δεν τον ένοιαζε που χωνόταν τόσο βαθιά σε εκείνη την Τρύπα κι έλεγε όλα εκείνα τα ακαταλαβίστικα για μένα γιατί τα πολλά μπουκαλάκια με το λάδι για το καντήλι που άφηναν οι πιστοί ήταν μεγάλο ρεγάλο.
Είδα το χέρι του να απλώνεται και να χώνει γρήγορα γρήγορα ό,τι μπορούσε μέσα στις μεγάλες του τσέπες. Γύρισα αλλού το δικό μου βλέμμα, κούνησα δεξιά κι αριστερά το κεφάλι μου κι γρήγορα γρήγορα βγήκα έξω στο φως, στην άκρη άκρη της πλατείας, σε έναν μικρό κηπάκο και μια ανηφόρα που οδηγούσε πάνω στο λόφο. Κοίταξα απέναντι όσο πιο μακριά πήγαινε το μάτι μου κι αντίκρισαν τις τρεις αψίδες-καμάρες ή υδατογέφυρες του παλιού υδραγωγείου κοντά στον Πλάτανο και στο μικρό καφενεδάκι που ήδη ξεκουράζονταν αρκετοί πεζοπόροι πριν κατέβουν στις αγορές της πόλης και αρχίσει το μεγάλο παζάρεμα, το εμπόριο, οι πωλήσεις, οι αγορές και τα ανταλλάξιμα.
Τούτες οι «Αψίδες» ήταν η αιτία που πήρε τα όνομα της η μεγάλη Πλατεία, Τρεις Καμάρες την αποκαλούσαν, κι όχι οι μικρότερες πόρτες που ΄ταν εκατέρωθεν της μεγάλης Πόρτας του Λαζαρέτου. Παρασκευή σήμερα κι ο Πασάς, όπως κάθε Παρασκευή, θα ανέβαινε πάνω στο ύψωμα αργά το απόγευμα και στο περίπτερο που ΄ταν στη μέση μέση θα έπαιρνε τον καϊβέ του και θα κάπνιζε τον ναργιλέ του ακούγοντας την μπάντα της Τούρκικης Φρουράς του Παλιού Κάστρου, που θα παιάνιζε μόνο για χατίρι του.
Σκέφτηκα πως ήθελα να το δω αυτό το θέαμα την ώρα που έδυε ο ήλιος κι έτρεξα να προλάβω τις δικές μου δουλειές. Θαύμαζα από την άλλη την ομορφιά της Πύλης με το μετάλλιο της προτομής του Αγίου Γεωργίου από πάνω της και δεξιά και αριστερά δύο λέοντες των Ενετών να στολίζουν τις μικρότερες πόρτες. Κι εκείνη η μοναδική επιγραφή με το όνομα του αρχιστράτηγου Παύλου Τζώρτζη στα 1565… Πολύ ψηλά είχα ανέβει και τα έβλεπα όλα τούτα.
Μα δεν ήταν ο λόφος, σκαλοπάτια βρεθήκαν μπροστά μου. Πλατεία με σκαλοπάτια και μπόλικο μάρμαρο, βρόμικο, και… αυτοκίνητα και φασαρία αλλιώτική. Πού είχαν πάει οι αμαξάδες, ο κονιορτός, οι τούρκικοι καφενέδες! Πάλι στη φαντασία μου τα ‘χα μαζέψει όλα. Τίποτα σχεδόν δεν υπάρχει από τότε.
Πύλη του Αγίου Γεωργίου, ναι, υπάρχει και σήμερα, πάνω στο τείχος, κι η επιγραφή του Τζώρτζη κι η Κρήνη… Όμως όλα εκείνα τα όμορφα (και τα άσχημα) καταστράφηκαν από τη μανία μιας χούφτας ανθρώπων που νόμιζαν πως γκρεμίζοντας μνημεία θα ξεχνούσαν, θα ξερίζωναν το κακό. Στα 1905 πρώτα κι ύστερα οριστικά το Πάσχα του 1917.
Το μόνο που έκαναν όμως ήταν να γκρεμίσουν ξανά την ιστορία και ευτυχώς κάποιοι ξένοι περιηγητές και φωτογράφοι μάς άφησαν κληρονομιά βαρύτατη εικόνες εκείνης, της άλλης… εποχής. Το σήμερα θέλει δουλειά πολλή ακόμα να το ομορφύνουμε…. Πήρα το ποδήλατό μου και κατηφόρισα το δρόμο του Αρχαιολογικού Μουσείου, να δω για μια ακόμα φορά την Πύλη του Αγίου Γεωργίου και τις πληγωμένες κρήνες από τα γκράφιτι, εμάς των σύγχρονων που επιμένουμε να τα στολίζουμε με τέτοιο τρόπο και κανένας να μην τα φροντίζει ποτέ!
Τουλάχιστον τα χρώματα πάνω απ’ το μνημείο, που ‘χε πάρει ο ουρανός το αποψινό ηλιοβασίλεμα του Γενάρη, αποζημίωσαν το ονειροπόλημα και τις σύγχρονες εικόνες… Ίσαμε την επόμενη φορά…
ΠΗΓΕΣ:
*Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, Μπετεινάκη Ελένη, 2017. Από όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης,εκδ Δοκιμάκης. Περιοδικό Κνωσσός, Οδ. Θαλασσινός, 1956. Αρχείο Μηνά Γεωργιάδη. To Ηράκλειο εντός των τειχών, Χρυσούλα Τζομπανάκη, 2000.