Ντύνομαι βιαστικά, αρπάζω τις σημειώσεις στο ανακυκλωμένο χαρτάκι από το ψυγείο με τα ψώνια εβδομάδας, βγαίνω βάζοντας ανάποδα τις κάλτσες και το φανελάκι, με πνίγει ο λαιμός σαν εισπρακτική εταιρεία. Τρέχω, κλείνω την πόρτα, πιάνεται το δάκτυλό μου, βρίζω, αγριεύω, όλα αρχίζουν να μου φταίνε. Κακά ξεκίνησε η μέρα…
Ξεχνώ, τι ξέχασα γαμώ το, θυμάμαι… σκέφτομαι… μονολογώ… το χαρτάκι το πήρα, τα κλειδιά τα κρατώ, την κάρτα στον κόρφο μου, το σίδερο το έβγαλα από την πρίζα… Τι άλλο;
Ψάχνομαι καλά, βαθιές ανάσες λίγα δευτερόλεπτα αυτοσυγκέντρωσης σε μια γωνιά του μυαλού μου… Βλέπω απέναντι τη γιαγιά να πλέκει και… ναι…. αναφωνώ σαν τη νύφη (ξέρετε ποια νύφη…)
Φτου είπα… Γυρίζω μέσα για να πάρω την καινούρια φρεσκοπλεγμένη βούργια σε χρώματα κόκκινα… με δυο ρίγες κίτρινες για το χειμώνα, Κάτσε καλά το καλοκαίρι δεν ξέρω τι θα γενώ….
Για να κάνω τα ψώνια να γλιτώνω τα 0.04 λεπτά έβαλα τη γριά γειτόνισσα, υποχρεώθηκα δηλαδή μην φανταστείτε, γλυκά μάτια και τα συναφή, υποχρεώθηκα και μου ‘ραψε μια βούργια king size, κόστισε τη μεταφορά στο σπίτι της τα ψώνια ενός μήνα. Καλά ακούσατε… Ανταλλακτική οικονομία, αμ πώς… Δέχτηκε, και να ‘μαι με την χειμερινή βούργια στον ώμο…
Πήγα ψώνισα και είχε ένα κρύο με ζέσταινε μου ‘ρθε κουτί, για το καλοκαίρι είπαμε δεν ξέρω τι θα κάνω, βλέπουμε μέχρι τότε, αν ισχύει ακόμη (γκουχ γκουχ) το μέτρο…
Άδειασα τα ψώνια στο τραπέζι και έβαλα στην άκρη την παραγεμισμένη βούργια να ξεκουραστεί, θα με συντροφέψεις σε πολλά ψώνια ακόμη, της είπα, κλείνοντάς της το μάτι…
Κοίταξα προσεχτικά -φανταστείτε λίγο την εικόνα, κάντε την για λίγο δική σας.
Γάλα μακράς διαρκείας σε σκληρό πλαστικό μπουκάλι, μουστάρδα σε προσφορά με κέτσαπ πλαστικά μακρύλαιμα δοχεία, αλάτι σε σακουλάκι, χλωρίνη, απορρυπαντικό πιάτων, μαλακτικό ρούχων, αναψυκτικά, ποτήρια μιας χρήσεως, μεμβράνη για φαγητά, μακαρόνια, χαρτοπετσέτες, καφές, μια εξάδα νερό, μόνο η ζάχαρη ήταν -για την ώρα- σε χάρτινη συσκευασία… όλα τα άλλα από την κορφή ως τα νύχια σε πλαστικά δοχεία, σακουλάκια ή περιτυλιγμένα με πλαστικά φιλμ κακής ποιότητας, καραμπινάτα επιβλαβή για το περιβάλλον μας.
Για αυτά δεν μιλάει κανείς;
Κοίταξα την καλοπλεγμένη βούργια σαν να ‘χε βάλει τα δάκτυλα της μπροστά από τα μάτια της σαν το μικρό παιδί που κρύβεται “…μας κοροΐδεψαν πάλι…” σαν να μου είπε…
Λες, είπα μέσα μου; Λες κι αυτό να παραμείνει άλλο ένα εισπρακτικό μέτρο -προβληματίστηκα – σαν την κάρτα καυσαερίων, σαν τον ανεφάρμοστο νόμο περί απαγόρευσης του καπνίσματος, σαν το νόμο περί μη πώλησης καπνικών προϊόντων ή της διάθεσης αλκοολούχων ποτών σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 χρονών… σαν… σαν… σαν… τόσους σωστούς νόμους που όμως έμειναν στα χαρτιά εισπράττοντας όμως έγκαιρα μόνο τα τσουχτερά πρόστιμα…
Ποιος ξέρει άραγε; Θα δείξει…