(…) Άφησέ με νάρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο τόσο αδιάφορη κι άυλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του. Άφησέ με νάρθω  μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε, γιατί πολλές φορές και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου, σαν το θόρυβο  δυό δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν… (…)  Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος.

Λίγο σαν εμμονή οι στίχοι του Ρίτσου από την Σονάτα του. Ίσως γιατί λέγαμε πως κάποτε θα σταθείς στη μέση της σκηνής και θα ‘ναι εκείνο το ποίημα που θέλαμε οι φίλοι  ν’ ακούσουμε από τη φωνή σου. Φωνή αισθαντική, ειλικρινής, αυθεντική, κάτι σαν τη φωνή του ήθους.

Ξέρω: μετά το θάνατο όλοι είμαστε κάτι ξεχωριστό – εσύ, έτσι απλά, ήσουν αυτό το ξεχωριστό.

Δεν ξέρω, μπορεί και να θυμώσεις, άστα αυτά…, θα πεις, καλά, τελειώνω κιόλας, αλλά να ξέρεις: θα περπατάμε στην Αγία Τριάδα, στους δρόμους του πατέρα σου και του Απόλλωνα,  και θα σε φέρνουμε πάνω μας ρούχο καθαρό – θα πίνουμε ρακί στα στέκια τα παλιά και θα σου φυλάμε το ποτήρι σου –  οι μαθητές σου, παιδιά που τους άνοιγες τους δρόμους της Ποίησης, της Λογοτεχνίας, της Μουσικής, όλα δικά σου παιδιά, θα λένε τις ιστορίες σου κάτω από τα δέντρα του Πάρκου, θυμάσαι φέτος; Προλάβαμε. Και συ έλαμπες,  το μαύρο φόρεμα με τα τριαντάφυλλα, ίσως άκουγες κιόλας στο θόρυβο του φουστανιού σου δυο δυνατές φτερούγες ν’ ανοιγοκλείνουν… Και μας κερνούσες αξιοπρέπεια.

Καλά πετάγματα, Ντιάνα Μανουρά, καλούς ουρανούς – και μην ξεχάσεις: είμαστε τυχεροί και τυχερές που περπατήσαμε  μαζί σου.

Νίκη Τρουλλινού, με σκυμμένο το κεφάλι.