Το βιβλίο της ‘Εφης Σακελλαράκη – Σαπουνά – “Όταν μίλησε ο χρόνος” με υπότιτλο: το χρονικό μιας ζωής, το πληροφορηθήκαμε από τα “ΝΕΑ” (ή “TO BHMA”), που παρουσίασαν και αποσπάσματα, σελίδες από το έργο καθόλου καλα επιλεγμένες, οι δημοσιογράφοι, που ακόμα κι αν σε συμπαθούν ψάχνουν ότι έχει «ψαχνό» δηλαδή δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.
Όταν άρχισα να διαβάζω το ογκώδες βιβλίο, των 630(!) σελίδων, παραξεμενένος από το μέγεθος, εδώ και χρόνια δεν μπορώ να μετρήσω τόσες σελίδες, καθώς τα μάτια δεν αντέχουν και το πνεύμα δεν είναι πρόθυμο πια, ακόμα κι αν πρόκειται για τον Προυστ και το αριστούργημά του (Αναζητώντας τον χαμένο καιρό), ήξερα ότι δεν θα τα καταφέρω.
Ας ήταν αφιερωμένο σ´ έναν ακριβότατο φίλο, ας είχα μεγάλη περιέργεια, για τα συγγραφικά (μη αρχαιολογικά) αποτελέσματα της αγαπημένης του συντρόφου, που μετρούσαμε περισσότερο απο μισόν αιώνα αρυτίδωτες, εγκάρδιες σχέσεις.
Έπεσα έξω, και για δύο μέρες επέπεσα (όπως λέγαμε κάποτε) επί του τεραστίου κειμένου, που σοφά είχε επιμερίσει σε κεφάλαια, η επιμελής και ευαίσθητη αρχαιολόγος.
Ήταν στην ουσία μια λογοτεχνική προσπάθεια, με ημερολογιακό τρόπο καταγραμμένη, αν και δεν είχε την τυπική αυτή μορφή με ημερομηνίες και χρόνους, ξετύλιγε τα κουβάρια του παρελθόντος, με προσοχή και “αρχαιολογική” ακρίβεια.
Ο χρόνος κόπηκε σε ενέργειες και αποτελέσματα, σε ανασκαφές και ευρήματα, σε μελέτες και εκδόσεις, σε ταξίδια και επιστημονικές ανακοινώσεις και διαλέξεις. Τα κεφάλαια έγιναν εποχές, θύμιζε μουσικές συνθέσεις και Βιβάλντι. Νεανική ζωή και δράση (άνοιξη), μεγάλες επιτυχίες της ωριμότητας (καλοκαίρι) σημαντικά αποτελέσματα (φθινόπωρο) αναγνώριση καθολική (χειμώνας).
Διάβασα λαίμαργα το έργο, οι αρχαιομαθείς κι οι φιλόλογοι, που ξέρουν κατά κανόνα καλά την αρχαία φιλολογία, δεν έχουν λογοτεχνικές αρετές, στεγνώνουν απο την ακρίβεια και την λεπτομερή τεχνική, και δεν διαβάζονται…
Η κ. Εφη Σαπουνά τα κατάφερε, όπως καποτε κι ο αξέχαστος φίλος μας, να ζωντανέψει παλιές ιστορίες, να εκθέσει πλευρές άγνωστες της επίμονης δουλειάς τους, να διαγράψει, να περιγράψει τις άγνωστες (το ευρύ κοινό) παθογένειες των πνευματικών… αγώνων.
Σε έναν κυκεώνα πολυποίκιλων σχέσεων, ´ενα ζεύγος διανοουμένων (ο Γιάννης κι η Έφη) δούλεψε με μανία, μελέτησε με ασίγαστο πάθος, άνοιξε δρόμους στο παρελθόν μας – το απώτατο-, μα και βρήκε εφαρμογές για τη ζωή μας που συνεχίζεται.
Και δεν ήταν μόνο με ροδοπέταλα στρωμένος ο δρόμος τους. Αλλα ξεπέρασαν με υπομονή, επιμονή, συστηματική σκληρή δουλειά, όλα τα εμπόδια. Η γνώση, η εξυπνάδα κι η ομορφιά, τους χαρακτήριζαν. Ευλογημένοι, ταιριασμένοι και αγαπημένοι, μα τόσο που να προκαλέσουν την πιο βάσκανη Μοίρα.
Η Εφη θέλησε να εξορκίσει το κακό, να αποκαταστήσει την ισορροπία, να αποδεχτεί το αναπότρεπτο, χωρίς μεμψιμοιρίες και οργή, τα δάκρυά της είχαν στεγνώσει, της έμενε μόνο ένας μακρύς ατελείωτος μονόλογος, που δεν θα ήταν όμως θρήνος, αλλα ένα παιγνίδι ζωής με χαρές και λύπες, για το θέατρο της ζωής των άλλων.
Ακούραστος, χαλκέντερος, δεν έσκαψε μόνον εξαιρετικού ενδιαφέροντος χώρους, δεν βρηκε σπανιότατα αντικείμενα, έγραψε χιλιάδες επιστημονικές σελίδες αλλά και βιβλία λογοτεχνικής αξίας, γνώρισε τον μινωικό πολιτισμό παντού, σε καθε γωνιά του κόσμου… Εξάλλου προσπάθησαν με τον σύντροφό της πάντα, χωρίς υπολογισμούς κι ανταλλάγματα, να προσφέρουν στους άλλους και να βοηθήσουν τον τόπο τους.
Το κορίτσι, που κάποτε θυμόμουν στα πράσινα νερά της Ζάκρου, ήταν μια ώριμη ύπαρξη πια, που είδε κι έμαθε πολλά, δίπλα σ έναν χαρισματικό άντρα, και πετούσε ψηλά με τα δικά της φτερά χρόνια τώρα – μα η σχέση της με τον Γιαννη Σ. τής έδινε έμπνευση και κουράγιο και ήταν δίχτυ ασφαλείας που τη προστάτευε.
Τα χρόνια περνούν κι έρχονται κι άλλα χρόνια, κάπου ψηλά, ο Γιάννης Σακελλαράκης κι ο Αρθούρος Έβανς σιγομιλούν, δεν φοβάται πια την νυχτερινή τύφλωση ο διάσημος ανασκαφέας της Κνωσού (ούτε τα σχόλια των πουριτανών συμπατριωτών του) κι ο νέος του σύντροφος δεν νοιάζεται για τις κακίες των συναδέλφων του. Δεν μετρούν πια με χρόνια τον καιρό αλλά με αιώνες και χιλιετίες, κ οι μικρότητες εξαφανίζονται, οι εγωισμοί σβήνουν.
Ενδιαφέρονται κι οι δύο για τον μινωικό πολιτισμό, που στο 20ό αιώνα ήρθε στο φως, ξέρουν ότι υπάρχουν κίνδυνοι… Η αμφισβήτηση δεν έχει πια στόχο τους ίδιους, αλλά το έργο τους.ως ο Γιαννης σκοτεινιάζει λίγο, έχει και την έγνοια της συντρόφου του, έφυγε γρήγορα, δεν πρόλαβε ό,τι έπρεπε, μα ξέρει πως είναι ικανή και θα τα καταφέρει. Μα κάποιες στιγμές χαμογελάει όταν ακούει τις συζητήσεις που τον αφορούν…
«Λιγότερα λόγια θα’θελε να πει, λιγότερο “αίσθημα”. Και πιο πολύ δουλειά» (δεν χάνει φαίνεται ποτέ το χιούμορ του).