Η κορυφαία επιχείρηση απελευθέρωσης του Μιχάλη Λεμπιδάκη «κλείδωσε» στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Η τεχνολογία και ειδικότερα το βαλιτσάκι της Διεύθυνσης Ανάλυσης Διαχείρισης Πληροφοριών διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο συνολικά στην υπόθεση, όμως κανένα πράσινο φως δεν θα δινόταν, εάν οι αστυνομικοί που είχαν επιφορτιστεί να παρακολουθούν τον χώρο δεν έδιναν το παρασύνθημα, ώστε να γίνει η επέμβαση.
Ήταν εκείνοι που υπό συνθήκες καταρρακτώδους βροχής, συρμένοι στους σκίνους και στα πουρνάρια ώρες ατελείωτες, είχαν στρέψει τα μάτια τους στην μάντρα με τα σκραπ, στη γέφυρα της Ζουρίδας, λίγο έξω από το Ρέθυμνο προς Χανιά.
Εκεί τους είχαν οδηγήσει τα «ακούσματα» υπόπτων μέσα από την παρακολούθηση των κινητών τους τηλεφώνων. Όταν πλέον κατέγραψαν τις περίεργες κινήσεις του ιδιοκτήτη, ο οποίος ακόμα και τις Κυριακές παρέμενε στην κλειστή μάντρα, κουβαλώντας τσάντες με φαγητό, ένιωσαν σίγουροι ότι ήταν το σωστό μέρος που αναζητούσαν διακαώς εδώ και τόσους μήνες. Ένιωσαν δυνατά ότι εκεί μέσα βρισκόταν ο Μιχάλης Λεμπιδάκης.
Η απόφαση ελήφθη τη νύχτα της Κυριακής προς Δευτέρα: Με το πρώτο φως της ημέρας θα προχωρούσαν στην επιχείρηση. Δύο ήταν οι ομάδες «κρούσης»: Πρώτα μπήκαν αστυνομικοί του τμήματος Ειδικών Αποστολών Κρήτης, ενώ ακολούθησαν συνάδελφοί τους από την Ασφάλεια Ηρακλείου, οι οποίοι είχαν ακροβολιστεί από νωρίς σε περιοχή απέναντι ακριβώς από τη μάντρα και επόπτευαν τον χώρο.
Η αστραπιαία έφοδος πραγματοποιήθηκε μόλις το ρολόι έδειξε 7.30 το πρωί της 2ας Οκτωβρίου. Αστυνομικοί περίμεναν να φθάσει στη μάντρα ο 43χρονος ιδιοκτήτης.
Με κινήσεις σαν αυτές που μόνο στον κινηματογράφο έχουμε δει, οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων εισέβαλαν στο ισόγειο της μάντρας και σε κλάσματα δευτερολέπτου κινήθηκαν στον ειδικό χώρο που είχε διαμορφωθεί στο πατάρι, πάνω από το λογιστήριο της επιχείρησης. Όπως περιέγραψαν αστυνομικοί, το πατάρι δεν φαινόταν εξωτερικά. Οδηγούσε σε αυτό μία εσωτερική σκάλα. Οι απαγωγείς είχαν διαμορφώσει ένα δωμάτιο μόλις λίγων τετραγωνικών με ένα μικρό εσωτερικό παράθυρο. Ακριβώς δίπλα υπήρχε ένα άλλο μικρό δωμάτιο, στο οποίο διέμενε ο 40χρονος θηριώδης Σκοπιανός, ο οποίος είχε αναλάβει την φύλαξή του τις τελευταίες 20 ημέρες.
Ο 40χρονος σκοπιανής καταγωγής δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ενώ ο Μιχάλης Λεμπιδάκης πετάχτηκε έντρομος από το στρώμα στο πάτωμα που ήταν ξαπλωμένος και αλυσοδεμένος από το πόδι. Χρειάστηκαν μόλις μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι το μαρτύριο του είχε λάβει τέλος.
«Το βλέμμα του τα έλεγε όλα. Ήταν γεμάτο ευγνωμοσύνη» περιέγραψε στην «Π» αστυνομικός που συμμετείχε στην επιχείρηση. Με όση πνοή τού είχε απομείνει (αστυνομικοί περιγράφουν ότι ήταν κάτωχρος και αδυνατισμένος πολύ, η εικόνα του παρέπεμπε σε κατάσταση μυικής ατροφίας), κατάφερε να ψελλίσει «σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου» και ζήτησε από τους αστυνομικούς λίγο νερό. Αμέσως μετά τον απομάκρυναν το συντομότερο δυνατόν από το «κολαστήριο».
Λίγα λεπτά αργότερα στο σημείο επικράτησαν συγκλονιστικές στιγμές, με τους αστυνομικούς να ξεσπούν σε κλάματα από την ένταση των καταστάσεων και τη συγκίνηση. Έκλαιγαν σαν μωρά παιδιά και ο ένας έπεφτε στην αγκαλιά του άλλου. Παρά τις δυσκολίες, τις πισώπλατες «μαχαιριές», τις ασύλληπτες διαρροές αλλά και το «άδειασμα» που ορισμένοι επιχείρησαν σε βάρος τους, το αποτέλεσμα τούς δικαίωσε πανηγυρικά, κλείνοντας με τον τρόπο αυτό πολλά στόματα. Είναι οι αστυνομικοί της Κρήτης που τόλμησαν όσα δεν έχει τολμήσει κανείς άλλος μέχρι σήμερα σε ανάλογες υποθέσεις. Απέδειξαν ότι διαθέτουν «ψυχή».
Συνταρακτικές όμως ήταν και οι σκηνές που ακολούθησαν όταν στο Ρέθυμνο και συγκεκριμένα στις εγκαταστάσεις της Σχολής Αστυφυλάκων όπου είχε μεταφερθεί ο Μιχ. Λεμπιδάκης έφθασαν οι γονείς του, η σύζυγος, τα παιδιά του και ο αδελφός του. «Οι σκηνές είναι απερίγραπτες. Τα συναισθήματα στην κορύφωσή τους. Έκλαιγαν με λυγμούς όλοι. Κλαίγαμε και εμείς μαζί τους. Ήταν από τις πιο δυνατές ανθρώπινες στιγμές που έχουμε ζήσει» περιέγραψε αστυνομική πηγή.
Πληροφορίες της «Π» αναφέρουν ότι ο ιδιοκτήτης της μάντρας, ο φύλακας, αλλά και ένας ακόμα Ρεθυμνιώτης, ο οποίος μέχρι πρότινος θεωρούνταν υπεράνω πάσης υποψίας, είχαν «καλωδιωθεί». Όπως αποκαλύπτουν αστυνομικές πηγές, μεταξύ άλλων είχαν στη διάθεσή τους συνομιλίες τους που παρέπεμπαν στον απαχθέντα. Για παράδειγμα, υπάρχει συνομιλία του «σωματοφύλακα» με τον ιδιοκτήτη της μάντρας. Ο πρώτος ρωτάει τον δεύτερο: «Θέλει το τηλεκοντρόλ. Τι να κάνω; Να του το δώσω;». Επίσης σε άλλη συνομιλία, ο σωματοφύλακας ενημερώνει ότι η κατάσταση με την τουαλέτα έχει γίνει αφόρητη και χρειάζεται επειγόντως καθάρισμα, γιατί το δωμάτιο μύριζε αφόρητα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Μιχάλης Λεμπιδάκης σε κάποια φάση είχε νιώσει έντονη ενόχληση με το στομάχι του.
Να σημειωθεί ότι ο 40χρονος «σωματοφύλακας» δεν έβγαινε καθόλου έξω από την μάντρα. Τη νύχτα όμως της Κυριακής έκανε το δικό του λάθος, αποκαλύπτοντας στους αστυνομικούς την παρουσία του στον χώρο. Μόλις έσβησαν τα φώτα της επιχείρησης, στις 10.30 τη νύχτα, ο Σκοπιανός σήκωσε τα στόρια σε ένα από τα παράθυρα με αποτέλεσμα να «προδοθεί». Όπως αναφέρεται, καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας τον έβλεπαν να πηγαίνει πάνω-κάτω.
Τα δύο τετ α τετ και τα πέντε κρησφύγετα
ΚΙ ΟΜΩΣ Ο Μ. ΛΕΜΠΙΔΑΚΗΣ ΑΚΟΥΓΕ ΤΟΥΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΤΟΝ ΒΡΑΣΚΑ!
Ήθελαν τα πάντα, τα έχασαν όλα! Επί 186 ημέρες και νύχτες οι απαγωγείς του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη έδειχναν να έχουν το πάνω χέρι, ειρωνευόμενοι την οικογένεια, έβριζαν τους αστυνομικούς, απειλούσαν θεούς και δαίμονες, διαμηνύοντας ότι θα τον σκοτώσουν, αν δεν πάρουν τα λύτρα που θέλουν. Έπαιξαν και έχασαν όμως.
Το ξημέρωμα της 187ης ημέρας ήταν η σειρά των αστυνομικών δυνάμεων να «μιλήσουν». Έχοντας διασφαλίσει 100% ότι έχουν εντοπίσει το τελευταίο κρησφύγετο όπου κρατήθηκε ο Μιχάλης Λεμπιδάκης πήραν το ρίσκο να προχωρήσουν σε καταδρομικού τύπου επέμβαση για την απελευθέρωσή του. Και δικαιώθηκαν. Είναι η πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά που μία υπόθεση απαγωγής φθάνει σε αίσιο τέλος με μία τέτοιου είδους επέμβαση από πλευράς Αστυνομίας. Απελευθέρωση ομήρου χωρίς καταβολή λύτρων και άμεση σύλληψη δραστών.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι απαγωγείς μετακίνησαν πέντε φορές τον Μιχάλη Λεμπιδάκη προκειμένου να διασφαλίσουν ότι δεν θα τον έβρισκαν ποτέ οι αστυνομικοί. Γνώριζαν πολύ καλά ότι κάποιοι εξ αυτών βρίσκονταν σε αστυνομικό κλοιό γεγονός που τους ανάγκασε, διαρκούσης της απαγωγής, να αλλάξουν τακτική, ώστε να προστατεύσουν τα ίχνη τους και να «θολώσουν» τα νερά.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το γεγονός ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα οι επιστολές που είχαν ως αποδέκτη την οικογένεια είχαν αφεθεί σε περιοχές του Ηρακλείου, όπως για παράδειγμα στο Καταλαγάρι, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες που βρέθηκαν σε περιοχές της δυτικής Κρήτης, όπως στις Σίσσες Ρεθύμνου και στις Βρύσες Αποκορώνου.
Τουλάχιστον δύο φορές ορισμένοι εξ αυτών ήρθαν τετ-α-τετ με αστυνομικούς στην διάρκεια του καλοκαιριού. Στις αρχές Ιουλίου τρεις εκ των συλληφθέντων έπεσαν τυχαία σε τροχονομικό μπλόκο στον Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης, στα όρια των νομών Ηρακλείου-Ρεθύμνου. Ο έλεγχος δεν αποτράπηκε από τους αστυνομικούς της ομάδας που ακολουθούσαν με ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο για να μην «καρφωθούν». Το γεγονός ότι στην κατοχή των τριών ελεγχόμενων δεν βρέθηκε τίποτα απολύτως ούτε καν κινητό τηλέφωνο ή αστυνομική ταυτότητα, ενίσχυσε τις υποψίες των αστυνομικών για την εμπλοκή τους στην υπόθεση.
Η σκέψη τους ότι δεν ήταν δυνατόν να μην έχουν μαζί τους ένα τηλέφωνο και ότι το πιθανότερο ήταν να το ξεφορτώθηκαν μόλις αντίκρισαν το αστυνομικό μπλόκο ήταν σωστή. Κοντά στην περιοχή της Παναγίας της Χαρακιανής, επί της εθνικής, οι αστυνομικοί χτύπησαν “bingo”. Ψάχνοντας εξονυχιστικά την διαδρομή πριν από το μπλόκο κατάφεραν να βρουν τη συσκευή του κινητού τηλεφώνου που είχαν πετάξει νωρίτερα.
Ο ένας εκ των τριών είχε συνδεθεί άμεσα από την Αστυνομία και ως ένα από τα άτομα που είχαν αναλάβει την αποστολή sms στον αδελφό του απαχθέντος από συγκεκριμένα σημεία σύμφωνα με την σάρωση των κεραιών.
Ήταν τα ίδια πρόσωπα που πριν από καιρό είχαν εντοπιστεί από αστυνομικούς να συναντώνται σχεδόν συνωμοτικά στο γήπεδο του Φραγκοκάστελου. Το τέταρτο πρόσωπο της συνάντησης ήταν εκείνο που ουσιαστικά χτύπησε «καμπανάκι» στους αστυνομικούς, καθώς πρόκειται για άτομο που εξ αρχής φιγούραρε στην κορυφή της λίστας των υπόπτων τους για την υπόθεση.
Η μοιραία επιχείρηση στον Βρασκά Σφακίων-
και όμως ο Μιχάλης ήταν κοντά
Από τις αρχές του καλοκαιριού και όσο πλήθαιναν οι ενδείξεις σε βάρος των υπόπτων, η ΕΛ.ΑΣ. εστίασε την προσοχή της στην περιοχή στα νότια των νομών Ρεθύμνου-Χανίων, από το Φραγκοκάστελο μέχρι και τα Σφακιά. Πίστευε ότι εκεί βρισκόταν το «κλειδί» της υπόθεσης. Οι περισσότεροι εμπλεκόμενοι κατάγονται από την περιοχή, διαμένουν και δραστηριοποιούνται εκεί, οπότε ήταν φυσικό να επιλέξουν «λημέρια» εντός έδρας.
Επί 120 ήμερες αστυνομικοί της μικτής ομάδας που είχε αναλάβει τις έρευνες υπό συνθήκες απόλυτης μυστικότητας είχαν σχεδόν… κατοικοεδρεύσει στην ευρύτερη περιοχή. Άλλοτε ακροβολισμένοι, άλλοτε παριστάνοντας τους τουρίστες, προσπαθούσαν να συλλέξουν όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσαν για τους υπόπτους. Μέχρι και ελέγχους σε τουριστικά καταλύματα της ευρύτερης περιοχής διενήργησαν, δήθεν ότι αποτελούν κλιμάκια της Τουριστικής Αστυνομίας.
Με αυτόν τον τρόπο και άλλες μεθόδους κατάφεραν να «κουμπώσουν»-όπως λένε στη γλώσσα τους- με πομπούς αυτοκίνητα υπόπτων, τα οποία έθεσαν σε παρακολούθηση. Οι πληροφορίες της «Π» αναφέρουν ότι κατάφεραν να «καλωδιώσουν» και κινητά τηλέφωνα υπόπτων, τους οποίους από ένα σημείο και μετά άκουγαν κανονικά.
Η 6η Αυγούστου είναι μία καταλυτική ημερομηνία τόσο για την ΕΛ.ΑΣ. όσο και για τους απαγωγείς. Την ημέρα εκείνη αποφασίστηκε να γίνει αστυνομική επέμβαση σε σπίτι υπόπτου στον Βρασκά Σφακίων. Αστυνομικοί που είχαν τη συνολική εικόνα όλων των δεδομένων μέχρι εκείνη την στιγμή πίστευαν ακράδαντα ότι ο Μιχάλης Λεμπιδάκης κρατείται σε κάποιο οίκημα της περιοχής. Το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο για την ΕΛ.ΑΣ. που ερεύνησε και παρακείμενο σπίτι, αφήνοντας να διαρρεύσει σκοπίμως ότι η έφοδος σχετιζόταν με κύκλωμα διακίνησης μεταναστών. Η εξέλιξη αυτή ήταν απογοητευτική για την ΕΛ.ΑΣ., όμως ταυτόχρονα θορύβησε συθέμελα και τους απαγωγείς που συνειδητοποιήσαν πέραν από κάθε αμφιβολία ότι βρίσκονται ξεκάθαρα στο «κάδρο» των Αρχών, ότι τους είχαν πλησιάσει επικίνδυνα.
Με κάθε τρόπο έπρεπε να αποπροσανατολίσουν τους αστυνομικούς και να μετακινήσουν σε ασφαλέστερη περιοχή τον Μιχάλη Λεμπιδάκη. Η επιχείρηση στον Βρασκά ώθησε τους απαγωγείς να τον μεταφέρουν στο τελευταίο και μοιραίο κρησφύγετο, στη γέφυρα της Ζουρίδας, όπου χθες τερματίστηκε αυτό το πολύμηνο θρίλερ.
Ξαφνικά, κάποιοι που μέχρι πρότινος ήταν μέσα στα πράγματα άρχισαν να…αποστασιοποιούνται και να δομούν ένα διαφορετικό προφίλ, αυτό του ανθρώπου που κοιτά τη δουλειά του και την οικογένεια του και κάθε βράδυ κοιμάται με τις… κότες.
Και όμως τα στελέχη της Αστυνομίας στην Κρήτη που τόσο πολύ επέμεναν στη λύση της επέμβασης και δέχθηκαν σκληρή κριτική από συναδέλφους τους στην Αθήνα, αποδείχτηκε ότι είχαν δίκιο και στην επιλογή τους εκείνη. Αποκαλύπτεται λοιπόν σήμερα ότι πράγματι ο Μιχάλης Λεμπιδάκης κρατούνταν σε οίκημα στον Βρασκά. Επιβεβαιώνεται από τον ίδιο τον απαχθέντα. Είναι συγκλονιστικό ότι την στιγμή της επέμβασης ο Μιχάλης Λεμπιδάκης, ο οποίος προφανώς κρατούνταν σε κάποιο παρακείμενο οίκημα άκουγε τους αστυνομικούς να φωνάζουν «Αστυνομία – Αστυνομία!».
ΠΟΤΕ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ… ΚΟΛΠΟ Η ΕΛ.ΑΣ.
Τα μηνύματα των απαγωγέων και η αγωνία της οικογένειας
Από τις 30 Μαρτίου οπότε και απήχθη ο επιχειρηματίας μέχρι και χθες το πρωί οπότε και άνδρες του τμήματος Ειδικών Αποστολών Κρήτης έσπασαν τα δεσμά του (στην κυριολεξία καθώς ήταν δεμένος με αλυσίδα στο πόδι), η εναλλαγή καταστάσεων και συναισθημάτων ήταν καταιγιστική: από το πλήρες σκοτάδι στο αμυδρό φως, από την συγκρατημένη αισιοδοξία στο κενό και στην απόγνωση. Υπήρξαν περίοδοι στασιμότητας, αλλά και μέρες έντονης κινητικότητας με ανατροπές και αλλαγή σχεδίων.
Τους δύο πρώτους μήνες η ΕΛ.ΑΣ. κινούνταν σε «θολά» νερά. «Αν οι απαγωγείς έπαιρναν τα λύτρα που τους έδινε η οικογένεια τη δεδομένη χρονική στιγμή, σήμερα ενδεχομένως ακόμα να βρισκόμασταν στο σκοτάδι ως προς την ταυτότητα των δραστών» σχολίασε καλά πληροφορημένη αστυνομική πηγή. «Ήταν σαν να είχαν κατεβεί από τον ουρανό! Πιάναμε το ένα σενάριο, παρακολουθούσαμε υπόπτους, δεν οδηγούσε πουθενά και αναγκαζόμασταν να προχωρήσουμε σε άλλη εκδοχή. Ήταν πολύ προσεκτικοί. Δεν μας είχαν δώσει κανένα στοιχείο, καμία ύποπτη κίνηση που να ενθαρρύνει τις έρευνές μας». Οι αστυνομικοί της κλειστής ομάδας που έχει αναλάβει τις έρευνες σαρώνουν τις κάμερες του οδικού δικτύου, επιχειρήσεων και κατοικιών ενώ παράλληλα καταρτίζουν μία λίστα υπόπτων, τους οποίους θέτουν υπό διακριτική παρακολούθηση.
Οι απαγωγείς εμφανίζονται άτεγκτοι και απαιτούν ακατέβατα 100 εκατομμύρια ευρώ ως λύτρα. Η οικογένεια ζητά διακαώς μία απόδειξη ζωής του Μιχάλη Λεμπιδάκη. Μετά το Πάσχα και λίγο πριν την Πρωτομαγιά, οι απαγωγείς στέλνουν την πρώτη απόδειξη ζωής. Σε ένα στικάκι που αφήνουν κάτω από μία πινακίδα σήμανσης στις Βρύσες Αποκορώνου εμπεριέχεται βίντεο στο οποίο ο Μιχάλης Λεμπιδάκης μεταξύ άλλων αναφέρεται στο προβάδισμα Μακρόν στον προκριματικό γύρο των γαλλικών εκλογών. Το περιεχόμενο του βιντεοσκοπημένου μηνύματος πλημμυρίζει με χαρά την οικογένεια Λεμπιδάκη. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται και ελπίζουν ότι θα υπάρξει θετική εξέλιξη εντός των επομένων 24ώρων.
Όμως διαψεύδονται… Οι απαγωγείς παραμένουν σκληροί και δείχνουν ότι δεν πρόκειται να μειώσουν τις απαιτήσεις τους. Κάθε φορά που η οικογένεια τούς απαντά ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους, εκείνοι σκληραίνουν ακόμα περισσότερο τη στάση τους. «Μπάτσοι του νοσηρού συστήματος! Στο είχα πει, το κρίμα στο λαιμό σου. Παίξαμε και χάσαμε και οι δύο» ήταν το τελευταίο μήνυμα που έστειλαν πριν διακόψουν τις διαπραγματεύσεις, δηλαδή περίπου 33 ημέρες πριν τη δραματική επιστολή της οικογένειας στα ΜΜΕ.
Πολλές φορές επίσης θα ειρωνευτούν τον αδελφό του απαχθέντος, στον οποίο έχει πέσει το βάρος των επικοινωνιών με τους απαγωγείς. «Βρε ηλίθιε τόσο κοστολογείς τη ζωή του αδελφού σου;».
Και οι επαφές με την οικογένεια συνεχίζονται με αλλεπάλληλα σκωτσέζικα ντους καθ’ όλη τη διάρκεια του θρίλερ.
«Πόσα προσφέρετε;» ρωτούν ξανά με sms την οικογένεια και όταν εκείνη απαντά ξανά ότι δεν έχει όσα ζητούν, οι απαγωγείς τους απαξιώνουν: «Μας κοροϊδεύετε;». Στην έκκληση της οικογένειας για μία ακόμα απόδειξη ζωής, εκείνοι συνεχίζουν την ειρωνεία: «Πλάκα μας κάνετε!» και φροντίζουν σε κάθε ευκαιρία να στείλουν το μήνυμα ότι δεν παίζουν και ότι έχουν γνώση των οικονομικών στοιχείων της οικογένειας. Αυτό το μαρτύριο συνεχίστηκε επί μήνες με μηνύματα που το περιεχόμενό τους ήταν άκρως επιβαρυντικό για την ψυχολογία των στενών συγγενών του απαχθέντος. Πληροφορίες αναφέρουν ότι σε ένα τέτοιο μήνυμα οι απαγωγείς άφησαν να εννοηθεί ότι ο 54χρονος επιχειρηματίας αποπειράθηκε να βλάψει τον εαυτό του μέσα στην απελπισία του.