ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ: “Ο νονός μου, ο Νίκος Καζαντζάκης”

Της Αντωνίας Κουτσάκη

”Έζησα όλη μου τη ζωή στη σκιά του αλλά δεν πρόλαβα τον νονό μου ζωντανό’’.

-Ο χρόνος, το περίφημο timing των Αγγλοσαξόνων, φαίνεται να παίζει περίεργα παιγνίδια στη ζωή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, της πολυβραβευμένης μας ποιήτριας.

Γιατί ο νονός της δεν ήταν άλλος από τον μεγάλο Κρητικό συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος πέθανε έξι μήνες πριν η Κατερίνα τελειώσει το γυμνάσιο, με αποτελεσμα να μην εκπληρωθεί το σχέδιο να πάει στην Αντίπολη της Γαλλίας κοντά σ’ αυτόν και την Ελένη για σπουδές.

– “Ενα από τα πολύ δύσκολα πράγματα στη ζωή μου” λέει η κ.Αγγελάκη-Ρουκ μιλώντας στην “Πατρίδα” “είναι ότι ποτέ δεν τον είδα ζωντανό, ποτέ δεν του έσφιξα το χέρι”.

Όμως η νεαρή Κατερίνα είχε την τύχη να αναπτύξει μια σημαντική σχέση με τον νονό της μέσω της αλληλογραφίας, ενώ ο Καζαντζάκης ήταν αυτός που την έσπρωξε στον δρόμο της ποίησης καθώς ενθουσιάστηκε τόσο με το πρώτο της ποίημα “Η μοναξιά” που το έστειλε ο ίδιος για δημοσίευση σε φιλολογικό περιοδικό.

Ο Καζαντζάκης ήταν οικογενειακός φίλος με τους Αγγελάκηδες, ενώ ο πατέρας της Γιάννης ήταν και ο δικηγόρος του μεγάλου Κρητικού.

Μάλιστα η περίφημη φωτογραφία με τον Καζαντζάκη να φορά ένα λευκό πουκάμισο και να γράφει είναι τραβηγμένη στο σπίτι των Αγγελάκηδων στην Αίγινα. Εκεί αργότερα θα αγοράσει ένα δικό του σπίτι.

Μπορεί η μοίρα να είχε τα δικά της σχέδια όσον αφορά τη γνωριμία του Καζαντζάκη με την πνευματική του κόρη, όμως στάθηκε γεναιόδωρη όσον αφορά τη συνύπαρξη της με την Ελένη Καζαντζάκη.

‘’Πήγα στη Γαλλία, έζησα με την Ελένη Καζαντζάκη και μετά, όταν αποφάσισε η Ελένη να πάει Γενεύη, πήγα και εγώ Γενεύη, όπου σπούδασα στη Σχολή Μεταφραστών και Διερμηνέων”.

Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ δεν κρύβει τον θαυμασμό της για την προσωπικότητα της Ελένης, την οποία θεωρεί ‘’ήρωα’’. ‘’Ήταν ο ιδανικός άνθρωπος που είχε αφοσιωθεί ολόκληρη και είχε αφιερώσει τη ζωή της στον Καζαντζάκη. Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο”.

Στη συνέντευξή της στην “Π” η σημαντική μας ποιήτρια μιλά ακόμα για τον αγαπημένο της σύζυγο Ρόντνευ, που έφυγε πριν επτά χρόνια, για τον σταφυλόκοκκο και την αναπηρία που η ίδια μετέτρεψε σε πλεονέκτημα ζωής, αλλά και την επιθυμία της να επισκεφτεί την Κρήτη.

“Σε μια από τις συμβουλές του ο Καζαντζάκης μού ‘λεγε: «Κλωσσοπούλι του Παρνασσού μη με ντροπιάσεις»”

– Αυτός που σας έσπρωξε στην ποίηση δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Καζαντζάκη. Πώς ακριβώς έγινε το βάπτισμα του πυρός;

“Δεν είναι τόσο απλό το θέμα. Είναι ότι έζησα όλη μου τη ζωή στη σκιά του αλλά δεν τον πρόλαβα ζωντανό, διότι ήμουνα στο Γυμνάσιο και περίμενα πώς και πώς για να τελειώσω. Με περίμεναν ο Καζαντζάκης και η Ελένη στην Αντίπολη στη Γαλλία, αλλά πέθανε έξι μήνες πριν τελειώσω, οπότε ένα από τα πολύ δύσκολα πράγματα στη ζωή μου είναι ότι ποτέ δεν τον είδα ζωντανό, ποτέ δεν του έσφιξα το χέρι”.

– Αυτός όμως από πολύ νωρίς εκτίμησε τις ικανότητές σας στην ποίηση.

“Ναι, γιατί δούλευε ο ίδιος σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, αλλά και οι γονείς μου επίσης φοβερά μορφωμένοι. Εγώ έγραφα από μικρό παιδάκι και βέβαια τα έστελνα στον νονό μου τον Καζαντζάκη. Έτσι του έστειλα το ποίημά μου «Μοναξιά», όταν ήμουν 16 χρόνων, και ο Καζαντζάκης το δημοσιοποίησε στέλνοντάς το στον Γουδέλη που έβγαζε τότε το περιοδικό «Καινούργια Εποχή». Δημοσιεύθηκε τότε το ποίημα και ο Καζαντζάκης είπε ότι είναι το ωραιότερο ποίημά που διάβασε ποτέ. Αυτός ο ενθουσιασμός του Καζαντζάκη…. Έτσι μ’ αυτό το ποίημα, τη «Μοναξιά» μπήκα στον χώρο”.

-Το θυμάστε καθόλου αυτό το ποίημα;

“Βέβαια το θυμάμαι. Το έχω επαναλάβει τόσες φορές. …Τελειώνει «πως θα πορευτούμε, πως θα ζήσουμε με την ατέλειωτη φυγή των πραγμάτων και των ψυχών από δίπλα μας, μια είναι η λύση ένας ο δρόμος αν ζήσουμε, αν πορευτούμε μόνοι μας”.

-Πώς διαχειριστήκατε ως παιδί ότι ήσασταν η βαφτισιμιά του Καζαντζάκη;

“Δεν το διαχειρίστηκα. Ήταν κάτι φυσικό. Δεν είναι κάτι που σου έρχεται δια αλληλογραφίας είναι κάτι που το έχεις ζήσει. Περίμενα, όπως είπα και πριν, πώς και πώς να τελειώσω, για να πάω για σπουδές στη Γαλλία. Πήγα βέβαια στη Γαλλία, έζησα με την Ελένη Καζαντζάκη και μετά όταν αποφάσισε η Ελένη να πάει Γενεύη, πήγα και εγώ Γενεύη όπου σπούδασα στη Σχολή Μεταφραστών και Διερμηνέων”.

«Μεγάλε ανατολίτη μου»

– Ο Καζαντζάκης ήταν φίλος με τον πατέρα σας. Πώς γνωρίστηκαν; Ποια ήταν η σχέση τους;

“Ο πατέρας μου ήταν ο δικηγόρος του Καζαντζάκη, αλλά επίσης ο Καζαντζάκης και ο πατέρας μου είχαν πολύ φιλική σχέση. Ο Καζαντζάκης έλεγε τον πατέρα μου «μεγάλε ανατολίτη μου», γιατί ο πατέρας μου ήταν από τον Βόσπορο. Είχαν μια πολύ έντονη σχέση με τις κουλτούρες, γιατί η κουλτούρα του Βόσπορου ήταν βεβαίως διαφορετική από την κουλτούρα της Κρήτης”.

-Είπατε ότι δεν τον έχετε γνωρίσει κι αυτό είναι γνωστό. Όμως πώς τον έχετε στο μυαλό σας; Ποια είναι η εικόνα του Καζαντζάκη στο δικό σας μυαλό;

“Από τις φωτογραφίες του, αυτή η περίφημη φωτογραφία με το άσπρο πουκάμισο που έχει πίσω ένα παράθυρο, αυτό είναι το παράθυρο του σπιτιού μας στην Αίγινα. Έζησε εκεί και μετά έχτισε το δικό του σπίτι στο νησί”.

Ο Καζαντζάκης ήταν απόλυτα δοσμένος στο έργο του

-Είχατε μια σημαντική αλληλογραφία. Μέσα από αυτά τα γράμματα τι εικόνα έχετε σχηματίσει για τον άνθρωπο, τον συγγραφέα, για τον νονό σας;

“Βεβαίως, η αλληλογραφία έχει εκδοθεί από τον «Κέδρο» και τα γράμματα είναι πάρα πολύ ωραία. Ο Καζαντζάκης ήταν μια μοναδική περίπτωση. Πάρα πολύ δοσμένος στο έργο του, απόλυτα δοσμένος με πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη στην Ελένη. Χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να είναι τόσο αφοσιωμένος με αυτόν τον μοναδικό τρόπο σε αυτό που έκανε. Και γι’ αυτό βγήκε αυτός ο τεράστιος όγκος του έργου του”.

-Σας έδωσε κάποια συμβουλή σε επίπεδο ποίησης ή συγγραφής;

– “Πολλές και υπαρχουν σ’ αυτά τα γράμματα. Δεν τις θυμάμαι απ’ έξω. Κάτι που λέω και είναι και λίγο αστείο αλλά ωραίο, έλεγε… «Κλωσσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις”.

-Και όσο ωρίμαζε το πράγμα και προχωρούσε η αλληλογραφία έβλεπε αυτό που θα γινόσασταν αργότερα, μια σημαντική ποιήτρια;

“Ναι το είχε σίγουρο. Έπρεπε να είχα τον τόμο μπροστά μου”.

– Κάποιες επιστολές της οικογένειας έχουν δοθεί στο Μουσείο Καζαντζάκη. Οι δικές σας είναι ανάμεσα σ’ αυτές;

-“Ναι”.

Η Κρήτη

– Έχετε έρθει στην Κρήτη; Στα χνάρια του Καζαντζάκη;

“Έχω έρθει μια φορά νομίζω. Ήμουν όμως πάρα πολύ μικρή. Αλλά θέλω πολύ να ξανάρθω”.

-Πώς την είδατε; Ποια εντύπωση αποκομίσατε από τη νησί μας διαβάζοντας και τα έργα του νονού σας;

“Είναι μοναδικό νησί με μοναδική ατμόσφαιρα”.

-Διαβάζοντας για σας έχω την εντύπωση ότι δεν είστε μια ποιήτρια ξεκομμένη από τη ζωή. Μιλάτε για τον έρωτά σας με τον σύζυγό σας, για την κρίση…

“Βέβαια. Η ποίηση η αληθινή δεν είναι ξεκομμένη από τη ζωή. Ξεκινάει από τη ζωή και εκφράζει τη ζωή με τον δικό της τρόπο. Πάντως είναι μέσα στη ζωή, έτσι νομίζω τουλάχιστον εγώ. Αυτή η ιδέα ότι οι ποιητές ζούνε στην “κοσμάρα’’ τους υπήρχε κάποτε, αλλά τώρα δεν υπάρχει. Τους ποιητές και η ίδια η ποίηση τούς υποχρεώνει να είναι μέρος της ζωής που συμβαίνει τώρα.

-Ποιος στίχος νομίζετε ότι αντιπροσωπεύει την κατάσταση που βρίσκονται οι Έλληνες ή η Ελλάδα;

…”Δύσκολη ερώτηση”…

– «Εγώ μόνο έρωτες ξέρω να σκοτώνω, λέτε σ’ ένα ποίημά σας. Όμως ζήσατε έναν μεγάλο έρωτα με τον σύζυγό σας μέχρι που έφυγε από τη ζωή…

“Εδώ και εφτά χρόνια «έφυγε». Ζήσαμε 43 χρόνια μαζί. Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Ήταν η συντροφικότητα.

Ο Ρόντνεϊ Ρουκ συγκέντρωνε τόσα πολλά στοιχεία. Είχε μια φοβερά ταπεινή στάση ζωής παρά τις τόσες γνώσεις και ικανότητες που είχε αυτός ο άνθρωπος”.

-Τελικά τι είναι για σας η ποίηση κ. Αγγελάκη;

“Είναι μέρος της ζωής μου. Πολύ σημαντικό μέρος της ζωής μου. Γενικά αυτή η ερώτηση που κάνουν «τι σημαίνει η ποίηση»… εξαρτάται από το τι ζωή έχει ο καθένας. Υπάρχουν άνθρωποι πάρα πολλοί που δεν θα τη γνωρίσουν ποτέ. Εξαρτάται ποια έτυχε να είναι η συνάντηση στη ζωή σου με την ποίηση. Και μένα ήταν από μικρή πάρα πολύ έντονη”.

“Στην αναπηρία μου οφείλω πολλά”

– Γράφετε ότι ‘’τα ποιήματα γεννιούνται από μια πληγή και το ποίημα είναι η ουλή της’’. Ποιες είναι οι δικές σας πληγές που γέννησαν την ποίησή σας;

“Βασικά ήταν η προφανής πληγή όταν γεννήθηκα και αρρώστησα με το σταφυλόκοκκο. Και βεβαίως αυτό με σημάδεψε σε όλη μου τη ζωή γιατί αν είχα γεννηθεί ένα χρόνο μετά θα είχε εφευρεθεί η πενικιλίνη και με μια ένεση θα ήμουν εντάξει. Αλλά αυτή είναι η μοίρα του καθενός. Σε όλη μου τη ζωή είχα αυτή την αναπηρία στην οποία οφείλω και πολλά. Ωρίμασα και πολύ γρήγορα και προσπαθούσα να συλλάβω και τη δική μου ύπαρξη και τον ρόλο του κόσμου και όλα αυτά”.

“Έζησα δύο χρόνια με την Ελένη. Ήταν ένας ήρωας, ένας ιδανικός άνθρωπος”

Ποια είναι η δική σας εικόνα, η δική σας η άποψη για την Ελένη;

“Έζησα με την Ελένη. Για μένα η Ελένη ήταν ήρωας. Ήταν ιδανικός άνθρωπος που είχε αφοσιωθεί ολόκληρη και είχε αφιερώσει τη ζωή της στον Καζαντζάκη. Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο”.

-Σας έκανε εντύπωση κάτι που σας είχε μεταφέρει;

“Ζούσαμε μαζί δύο χρόνια. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Ζήσαμε μαζί, ήταν αξιοθαύμαστος άνθρωπος για όλη της τη στάση”.

-Σας έχει επηρεάσει το έργο του νονού σας ως ποιήτρια και ως ποιο σημείο;

“Δε νομίζω, γιατί ήταν μεγάλη η διαφορά των χρόνων. Αλλά όχι. Στιλιστικά δεν νομίζω. Εγώ ανήκω στην ποιητική ομάδα της γενιάς του ’60 που ήταν η αναγέννηση στην ελληνική λογοτεχνία.

Οπως λέω, ξαναγεννηθήκαμε, γιατί μέχρι τότε η ευρωπαϊκή λογοτεχνία δεν μας έδινε πάρα πολλή σημασία, διότι ήμασταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Μετά από μια φυλή που είχε έναν Όμηρο, εμείς ήμασταν τα στερνοπαίδια ενός μεγάλου πολιτισμού. Και τότε αρχίσαμε να βγαίνουμε στην Ευρώπη. Βεβαίως αυτό το οφείλουμε στον Σεφέρη και στον Ελύτη, στα Νόμπελ, έτσι άρχισαν να δίνουν προσοχή στο έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ήταν μια γενιά άνθησης.